Aπέναντι από την παραλία που κάθομαι, στα Κόκκινα, βλέπω στη βουνοπλαγιά την τουρκική σημαία. Σαράντα έξι καλοκαίρια βουτώ σε «ξένες» θάλασσες και το στόμα μου μου αλμυρό, ψάχνει μια απάντηση και μια αποδοχή. Και για κείνον τον «Ηλιο», που δεν προσγειώθηκε ποτέ στην Αθήνα σκοτώνοντας το αγέννητο παιδί του γείτονά μου. Κουβαλώ τα γιατί μαζί με τα χρόνια μου. Σαράντα οκτώ, σαράντα έξι, δεκαπέντε… Αριθμοί, εξισώσεις που δεν βγαίνουν. Οι τραγωδίες παίζονται πάντα το καλοκαίρι.