Συναντηθήκαμε στο ίδιο καφέ που γνωριστήκαμε.
Ήτανε μήνας Αύγουστος και η υγρασία ένα με το πετσί μας.
Μου επέστρεψε το φλυντζάνι μου, ένα δίσκο βινυλίου και όσα ρούχα δικά μου είχε στην ντουλάπα του.
Όλα με τάξη μέσα στην χάρτινη σακούλα.
Του επέστρεψα όλες τις επιστολές του κι εκείνη την καρφίτσα με τ΄όνομά μου.
Όλα τυλιγμένα στο μωβ φουλάρι που μου χάρισε.
Απομακρυνθήκαμε χωρίς αντίο, χωρίς δάκρυα.
Τώρα πια δεν έχω τίποτα δικό του.
Μόνο ο τηλεφωνητής μου είναι γεμάτος με μηνύματα.
«Σου πήρα τσιγάρα απ’το περίπτερο. Δεν θα αργήσω απόψε απ’ τη δουλειά».