Τις νύχτες μελετούσε τις νότες στο κορμί της.
Οι μπούκλες των μαλλιών της φέγγιζαν στο σκοτάδι.
Στα χείλη της φώλιαζε ο πόθος του
κι έσκυβε να πάρει την πάχνη των φιλιών της.
Μα ένα βράδυ ενός παράξενου Απρίλη
φύσηξε ξαφνικά ένας αέρας δυνατός,
κι εκείνος δεν κατάφερε να την κρατήσει.
Σήκωσε το σεντόνι και είδε τη σιωπή στο αδειανό κορμί της.
Δεν κρατάνε πια ο ένας το χέρι του άλλου.
Οι νότες έμειναν ασάλευτες και η μουσική σύνθεση ημιτελής.
«Χάθηκε για μας ο Χρόνος» μουρμούρισε στ’αυτί της.
Κι ο μετρονόμος συνέχιζε σ’ έναν παράξενο ρυθμό ν’ακούγεται στο πιάνο.