Μην πατάς στ΄όνειρό μου

«Είναι εκείνος ο πόνος που δεν έφυγε ποτέ», φώναξα και ξύπνησα ιδρωμένη. Ήταν εφιάλτης. Ήμουν λέει, ξαπλωμένη στο κρεβάτι του ξενοδοχείου σε μια επαρχιακή πόλη έξω από το Παρίσι. Και ανάμεσα στο στήθος μου ήσουν κρυμμένος εσύ. Δεν ανέπνεες όμως, τα μάτια σου ήταν κλειστά και το στόμα σου ανοιχτό. Και τα χέρια μου, αχ τα χέρια μου γύρω από το λαιμό σου κι εγώ σου ψιθύριζα «γιατί πάγωσες, γιατί δεν είσαι εδώ;».

Το ξενοδοχείο όπου μέναμε είχε μια μεγάλη αυλή και στη μέση ένα τεράστιο στρογγυλό τραπέζι. Το τραπέζι ήταν στρωμένο με γλυκά και πάνω είχε ένα πορσελάνινο σετ τσαγιού. Στη μέση υπήρχε ένα βάζο με ψηλά λευκά κρίνα. Και μεις καθόμασταν αντικριστά, μα τα κρίνα έκρυβαν τα πρόσωπά μας. Ξαφνικά πλήθη κόσμου, βαβούρα, μεγάλος συνωστισμός μαζεύτηκε γύρω από το τραπέζι. Έμοιαζε πως θα γινόταν μια μεγάλη γιορτή. Το τσάι όμως είχε τελειώσει και τα γλυκά δεν έφταναν για όλους του καλεσμένους. «Και τώρα τι θα κάνουμε με τόσο κόσμο χωρίς τσάι και κεραστικά;» γύρισα προς εσένα με ανησυχία. Σ΄έψαχνα απέναντί μου, μέσα στην πολυκοσμία, μα εσύ δεν υπήρχες πουθενά. Δεν καθόσουν πια στο τραπέζι, ούτε σε είδα άναμεσα στους άλλους γύρω μας. Κι ο κόσμος γινόταν όλο και πιο λίγος κι εγώ καθόμουν σ΄ένα άδειο τραπέζι κι έβλεπα τα κρίνα να με κοιτάνε με απορία: «πού πήγε η ανθρώπινη χαρά, πού πήγε εκείνος, που εξαφανίστηκες;». Και ξαφνικά έπιασε βροχή και σκοτείνιασε ο τόπος.

Ξύπνησα αλαφιασμένη. Κοίταξα το ρολόι δίπλα στο κομοδίνο. Ήταν τρεις τα ξημερώματα. Έκανε αφόρητη ζέστη εκείνο το βράδυ. Άναψα το μικρό φωτιστικό και ήπια μια γουλιά νερό από το μισογεμάτο ποτήρι. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Κοίταξα την στοίβα από τα βιβλία πάνω στο κομοδίνο και πήρα το τρίτο από τα πέντε που έχω αφήσει αδιάβαστα εδώ και καιρό. Πήρα εκείνο που μου χάρισες. «Οι μεγάλες αγάπες πάντα συμβαίνουν, δεν γίνονται», μου είχες γράψει στη δεύτερη του σελίδα.

Δεν προλάβαμε να ζήσουμε τον έρωτά μας. Δυο παιδιά εγώ, τρία εσύ. Ζωές σε γάμους που νέκρωσαν χρόνια τώρα. Σ΄ερωτεύτηκα ακαριαία στην πρώτη μας συνάντηση εκείνη την ανοιξιάτικη βραδιά στο σινεμά. Με πάτησες κατά λάθος όταν πέρασες για να καθίσεις δίπλα μου. Απολογήθηκες μ΄ εκείνη την γλύκα και ευγένεια των λίγων πια ανθρώπων γύρω μας. Άκουγα την ανάσα σου σ΄όλη τη διάρκεια της ταινίας κι ένιωθα τις αμήχανες στιγμές σου όταν με κοιτούσες στα κλεφτά. Συστηθήκαμε στο τέλος του έργου. Έγιναν όλα τόσο γρήγορα. Ένας ξαφνικός έρωτας που περιμέναμε και οι δυό να μας συμβεί χρόνια. Κι ας μην το παραδεχτήκαμε ποτέ. Όνειρα, σχέδια που έμειναν σχέδια, αποχαιρετισμοί.

Δεν μπόρεσες ποτέ να φύγεις από το σπίτι σου. Από τη γυναίκα και τα παιδιά σου. Το τελευταίο μας βράδυ, μου ψιθύρισες στ΄αυτί όταν με κρατούσες αγκαλιά στο κρεβάτι, πως τόσα χρόνια με περίμενες, πόσο εξαίσια παράλογο είναι αυτό που μας συμβαίνει, πως εσύ είσαι ο άλλος όπως είπε και ο Ρεμπώ. Πως αυτός ο έρωτας μας είναι ακατάλυτος και μοναδικός. Έφυγες πριν ξημερώσει, πατώντας ανάλαφρα στο πάτωμα να μην σ΄ακούσω.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s