Το κουδούνι

«Πάντα όταν κτυπούσε το κουδούνι μετά τις δώδεκα το βράδυ ήμουν σχεδόν σίγουρη πως ήσουν εσύ. Κι αν καταλάθος το βαρούσαν οι φίλοι της φοιτήτριας που έμενε στο διπλάνο διαμέρισμα, πίστευα πως κάποια στιγμή σίγουρα θα εμφανιζόσουν. Μερικές φορές επέστρεφα αργά από το θέατρο και σ΄ έβρισκα στην είσοδο της πολυκατοικίας να καπνίζεις περιμένοντας ν΄ανοίξω την πόρτα.

Είχαμε συναντηθεί ένα βράδυ σε κάποιο πάρτυ φίλων μετά την παράσταση. Εγώ ήμουν τότε σαράντα, αλλά έδειχνα πολύ νεότερη χάρη στα κρητικά μου γονίδια. Ψηλή, μελαχρινή με μελισσιά μάτια και σαρκώδη χείλη. Έμοιαζα στο σόι της Ιεράπετρας, από την πλευρά του πατέρα μου. Και στην εμφάνιση και στον χαρακτήρα: λίγες και μετρημένες κουβέντες. Είχα ήδη αποφασίσει πως ο γάμος δεν ήταν απαραίτητο συστατικό της προσωπικής μου ευτυχίας κι όσο περισσότερο περνούσαν τα χρόνια, τόσο πιο καλά ένιωθα με αυτή την απόφαση: να μην παντρευτώ και να μην κάνω παιδιά.

Εσύ αντιθέτως ήσουν ήδη παντρεμένος και κατά μία πενταετία μικρότερός μου. Ποτέ δεν ερωτεύτηκες τη γυναίκα σου, η οποία ήταν γόνος αστικής οικογένειας της Κηφισιάς, αδιάφορη για σένα, αυταρχική και ψυχαναγκαστική με την τάξη και την καθαριότητα. Σου την φόρτωσαν, όπως έλεγες οι δικοί σου για να σμίξουν οι περιουσίες και οι επιχειρήσεις των οικογενειών σας. Εν έτη 2003. Στην συνέχεια κάνατε και δύο παιδιά. Κι αυτά με προγραμματισμένο σεξ. Όλα στη ζωή σου έμοιαζαν σαν σελίδες ευτυχισμένου ζευγαριού του Κοσμοπόλιταν.

Στο πάρτυ είχες έρθει μόνος. Γρήγορα κατάλαβα πως θα φεύγαμε μαζί. Ήξερα να διεκδικώ ό,τι μου άρεσε: τους ρόλους στο θέατρο και τους άντρες της ζωής μου. Αφού κάναμε ό,τι κάναμε σηκώθηκες, πλύθηκες, ντύθηκες, με φίλησες γεμάτος ενοχές κι έφυγες. Κι εγώ βυθίστηκα στον καναπέ αποφασισμένη να μην κάνω τίποτα άσχημο, ούτε να σε πονέσω, ούτε να σε κυνηγήσω.  Εκείνο το πρώτο βράδυ άφησα τον ευατό μου να δώσει χώρο στη γλυκύτητα του φρέσκου έρωτα και της μυρωδιάς του. Είχα μείνει αρκετό καιρό μόνη κι εκείνη ακριβώς την στιγμή ήσουν το κομμάτι που έλειπε απ΄το πάζλ μου.

Είχε περάσει μια βδομάδα από την πρώτη φορά που ήρθες στο σπίτι μου.  Ήταν Δευτέρα και είχα ρεπό, αφού τα θέατρα ήταν κλειστά. Μελετούσα τον επόμενο ρόλο όταν το κουδούνι κτύπησε. Στην αρχή δεν απάντησα. Δεν ήθελα κανείς και τίποτα να διαταράξει την πληρότητα του εγώ μου. Μετά από τέσσερα κτυπήματα αποφάσισα ν΄ανοίξω. Ήξερα πως θα επέστρεφες. Σου έβαλα ουίσκι, ανάψαμε τσιγάρο κι ανταλλάξαμε δυο-τρεις τυπικές κουβέντες. Μετά σε άφησα να παραδοθείς με βουλιμία στο σώμα μου κι εγώ στο στο δικό σου. Αυτό γινόταν συχνά μέσα στη βδομάδα και κράτησε μήνες. Δεν με πείραζε που έφευγες μέσα στην νύχτα. Έπαιρνα όσα χρειαζόμουν και νόμιζα πως το ίδιο έκανες και συ. Δεν μιλήσαμε ποτέ ούτε για περισσότερη δέσμευση, ούτε και για χωρισμούς.  Όποιες αμφιβολίες είχα τις σκότωνα πριν γίνουν εμμονές.

Ήρθε όμως εκείνη η στιγμή. Όπως οι ρόλοι στη σκηνή τελειώνουν, αποφάσισες να  δώσεις τέλος στην παράσταση όπου πρωταγωνιστούσα. Μετά από έξι μήνες σταμάτησε να κτυπάει το κουδούνι μου. Δεν αναζητούσες  πια όσα μαζί μοιραζόμασταν εκείνα τα κλεμμένα βράδια. Όταν επιτέλους σήκωσες το τηλέφωνο, μου είπες ψιθυριστά πως οι ενοχές σου έγιναν ασήκωτες και πως η γυναίκα σου μάλλον κάτι ψυλλιάστηκε. Επέμενα να σε δω έστω για μια τελευταία φορά. Στην αρχή αρνήθηκες πεισματικά. Μετά άφησες ανοιχτό ένα ενδεχόμενο ραντεβού. Η οργή μου μεγάλωνε σε κάθε τηλεφώνημά που δεν απαντούσες. Αυτή η επιμονή μου δεν ήξερα αν ήταν  εξάρτηση, αγάπη, ή εγωισμός. Ήταν η πρώτη φορά που είχα αφεθεί σε μια συμμετοχή ενός τετελεσμένου εξ΄αρχής έρωτα.  Άρχισα να έχω αϋπνίες, αργούσα στις πρόβες και βούλιαζα όλο και πιο πολύ σ΄ενα θυμό που κόχλαζε, σ΄έναν ρόλο που δεν μου ταίριαζε.

Ήταν μέσα Νοεμβρίου, μια βροχερή Τρίτη όταν γύρισα από το θέατρο εξαντλημένη. Μούσκεμα μπήκα στην τουαλέτα κι άφησα  το νερό να τρέξει στην μπανιέρα. Ένα καυτό μπάνιο θα κατεύναζε την απουσία σου. Τότε κτύπησε το κουδούνι της πόρτας μου. Δεν ήθελα ν΄ανοίξω. Βυθίστηκα γυμνή στο νερό κι αγνόησα ό,τι μ΄ενοχλούσε. Μα το κουδούνι κτυπούσε αδιάκοπα. Βρισκόσουν ήδη στο διάδρομο. Με την πετσέτα στο υγρό μου σώμα άνοιξα την πόρτα. Είδα στα μάτια σου την πείνα των τελευταίων βδομάδων. Κατευθύνθηκα στο υπνοδωμάτιο. Με ακολούθησες σαν πιστό σκυλί κι εγώ σου ζήτησα να ξεντυθείς. Κάναμε έρωτα αμίλητοι. Ήθελα να σε τιμωρήσω. Όταν βρίσκεσαι ακόμη κοντά σε κάποιον που σε εγκαταλείπει η εκδίκηση σ΄ευχαριστεί.

Με την δικαιολογία πως διψούσα πήγα στην κουζίνα για νερό. Όταν επέστρεψα εσύ κοιμόσουν ανάσκελα στο κρεβάτι. Ήρεμος, ευτυχής.  Σε πλησίασα, σημάδεψα την καρδιά σου και πυροβόλησα. Τα σεντόνια ρούφηξαν το αίμα που κυλούσε παντού. Ο θάνατος ήταν ακαριαίος. Οι αστυνομικοί με βρήκαν γυμνή και ξαπλωμένη δίπλα στο πτώμα σου. Δεν υπήρχε τίποτα ανάμεσά μας παρά το τέλος μιας πράξης, μιας ακόμα παράστασης. Η αυλαία έπεσε.»

«Διάβασα όσα γράψατε στο ημερολόγιό σας», μου είπε η ψυχολόγος των φυλακών. «Θέλετε να προσθέσετε κάτι άλλο;»

«Τους αγάπησα όλους. Για όσο καιρό ήμουν μαζί τους. Όλους ανεξαιρέτως. Άρχισα όμως να βαριέμαι κι ήθελα να δω πως είναι αλλιώς. Όταν ήμουν μικρή βαριόμουν εύκολα τα παιγνίδια μου και μετά από λίγο καιρό τα έσπαζα έστω κι αν τ΄αγαπούσα. Ευχαριστημένη τώρα;», την κοίταξα στα μάτια και γύρισα στο παράθυρο του κελιού μου όταν κτύπησε το κουδούνι για μεσημεριανό.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s