Όταν έμαθε για τον καρκίνο έκλεισε τα μάτια για λίγα λεπτά.
Έπειτα έβαλε πλυντήριο ξανά και ξανά.
Κρέμασε την μπουγάδα έξω στην λιακάδα.
Όλα τα χρώματα μαζί. Όλα καθαρά.
Μαγείρεψε, έραψε τα κουμπιά, πότισε τις γλάστρες.
Αγόρασε από το ζαχαροπλαστείο μια πάστα σοκολάτας.
Κάθε κουταλιά κι ένα δάκρυ.
Τα δάκρυα της ήταν αλμυρά.
Ευτυχώς, γιατί είχε λιγώσει από τη σοκολάτα.
Έπειτα κάθισε στο σαλόνι.
Άγγιξε την πληγή της στο λαιμό.
Της φάνηκε μικρή.
Στο ραδιόφωνο ακουγόταν το δεύτερο βαλς του Σοστακόβιτς.