«Φόρε τ’αρτζιδομάντριν σου»
λαλεί η μανά του γιου της.
«τζαι μάντρωνέ τα όσον μπορείς
να μεν με λάμνουν* οι έννοιες.
Τζαι που να φύεις που δαμαί
κάμε της τζεφαλής σου.
Αμμά’ ξερε οι παλλικαρκιές
μαράζια φέρνουν πάλαι.
Γι’ αυτόν κοπέλιν μου μιτσίν,
τ’αρτζιδομάντριν φόρα.
Ξέρω εννα σκανταλιστείς.
Μα έσσι’ έννοιαν μεν ημπλέξεις».
-ατζιδομάτριν: το σώβρακο στα καρπασίτικα
-λάμνουν: με κατατρέχουν