Το υπόγειο

Κάθε πρωί, χειμώνα- καλοκαίρι ο Πάουλ έβγαινε έξω στην αυλή του και καθάριζε τα φύλλα των δέντρων. Όσα έπεφταν στη γη μέσα σε εικοσιτέσσερις ώρες έπρεπε να μαζευτούν. Ήθελε πάντα το γρασίδι καθαρό και το πεζοδρόμιο σκουπισμένο. Από μικρός όλα τα έκανε με προσοχή και φροντίδα. Έτσι τον είχε μεγαλώσει η μητέρα του. Ποτέ κανένας γείτονας δε βρέθηκε να πει το παραμικρό για τον Πάουλ και το πεντακάθαρό του σπίτι.

Εργένης, γύρω στα πενήντα πέντε ο Πάουλ γεννήθηκε σ΄ένα χωριό έξω από τη Βιέννη στις όχθες του Δούναβη. Μοναχογιός μιας αγροτικής οικογένειας μεγάλωσε σ΄ενα συντηρητικό, χριστιανοκαθολικό περιβάλλον. Ένα ξανθό καχεκτικό και χλωμό αγόρι με άσθμα, το οποίο δεν έπαιζε σχεδόν ποτέ με τ΄άλλα παιδιά της γειτονιάς του. «Πρόσεχε να μην φταρνιστείς, να μην ιδρώσεις, να μην αρρωστήσεις Πάουλ. Οχι αγριάδες και επικίνδυνα παιγνίδια». Η φωνή της μητέρας του ακόμη ηχούσε στ΄αυτιά του, όταν οι μέρες κυλούσαν αργά και βασανιστικά.

Ξυπνούσε πολύ νωρίς για τη βάρδια του στα τρένα. Ήταν οδηγός στη σιδηροδρομική γραμμή Μέλκ- Βιέννης. Εικοσιπέντε χρόνια την ίδια διαδρομή κάθε μέρα. Σιωπηλά και αγγόγυστα πηγαινοερχόταν στην δουλειά του.  Οι γονείς του είχαν πεθάνει εδώ και χρόνια και ζούσε μόνος στο πατρικό του. Δεν παντρεύτηκε, ούτε έκανε παιδιά. Ήταν μοναχικός άνθρωπος. Αυτό ακουγόταν στη γειτονιά. Όταν επέστρεφε στο σπίτι του, χανόταν με τις ώρες στο υπόγειο κι έφτιαχνε με τα εργαλεία του ό,τι νόμιζε πως έπρεπε να διορθωθεί: το ποδήλατο, τον τοίχο, την τουαλέτα, το ραγισμένο τζάμι. Μ΄ένα σφυρί στο χέρι ζούσε σ΄έναν κόσμο όπου η ανθρώπινη συντροφιά απουσίαζε. Στις εργαλιοθήκες του ήξερε καλά να κρύβει έναν ασίγαστο θυμό, εκείνον της μοναξιάς, ο οποίος φούντωνε μέσα στα χρόνια.

Εκεί στο υπόγειο είχε φτιάξει κι ένα μικρό δωμάτιο χωρίς παράθυρα, όπου πέρναγε ελάχιστος αέρας. Ένα στρώμα, μια μικρή ντουλάπα και λίγα βιβλία στο πάτωμα χωρούσαν ίσα ίσα σ΄εκείνο το μικρό κελί. Από εκεί μέσα όμως ακουγόταν συχνά ένας υπόκωφος γδούπος. Κτυπήματα στον τοίχο, γιαλιά που έσπαζαν, κορμοί δέντρων που κόβονταν στη μέση. Ήταν για όλους ένα μυστήριο το τι ακριβώς συνέβαινε σ’ εκείνο το υπόγειο.

Και στη γειτονιά ακόμη κανείς δεν τολμούσε να ρωτήσει τον Πάουλ τί ήταν αυτός ο περίεργος ήχος. Όλοι ντρέπονταν ή φοβόντουσαν. Όλοι εκτός η κυρία Μαργκερίτ. Η ογδοντάχρονη γυναίκα ζούσε στον ίδιο δρόμο και συνδεόταν φιλικά με τη μητέρα του, όσο ακόμη ζούσε. Κι όταν εκείνη πέθανε, η Μαργκερίτ είχε κάποια έγνοια αν ο Πάουλ είχε φαγητό ή ήταν άρρωστος ή χρειαζόταν έναν άνθρωπο να μιλήσει ή κάποιον να τον ακούσει. Τον τελευταίο καιρό η συμπαθής γειτόνισσά του παρατήρησε πως ο κήπος του Πάουλ δεν ήταν τόσο καθαρός. Ήταν φθινόπωρο και τα φύλλα θα΄λεγε κανείς είχαν απλωθεί παντού σαν ένα πορτοκαλοκίτρινο χαλί. Έμοιαζαν μ΄ενα ποτάμι σιγανό που σε λίγο θα εμφάνιζε ρεύματα. «Παούλ, παιδί μου είσαι καλά, τον ρώτησε ένα σούρουπο η Μαρκερίτ όταν αυτός κουρασμένος επέστρεψε από τη βάρδια του. Τον περίμενε στοργικά στο πεζοδρόμιο δίνοντάς του τυλιγμένο σε χαρτί ένα φρεσκοψημένο ψωμί.

Δεν μπορούσε να μην δεχτεί το ψωμί της. Η Μαργκερίτ του θύμζε την μητέρα του και η στοργή της ησύχαζε  κάπως την εσωτερική του ανησυχία. «Ναι, μια χαρά», της αποκρίθηκε κοφτά. « Τις τελευταίες βδομάδες Πάουλ ακούγονται παράξενοι ήχοι. Σαν να έρχονται από το υπόγειό σου. Συμβαίνει κάτι παιδί μου;» συνέχισε επίμονα η γριά γυναίκα. «Εδώ  είναι όλα μια χαρά, αγαπητή  Μαρκερίτ. Κι εγώ κάποια βράδυα ακούω αυτούς τους ενοχλητικούς ήχους. Μάλλον θα είναι από τον πίσω δρόμο» απάντησε εκείνος. Αφού την ευχαρίστησε βιαστικά και αμήχανα για το δώρο της, μπήκε γρήγορα στο σπίτι κλείνοντας δυνατά την εξώθυρα.

Οι βδομάδες κυλούσαν και η Μαργκερίτ εξακολουθούσε να πηγαινοέρχεται έξω από το σπίτι του Πάουλ. Ειδικά όταν αυτός απουσίαζε η περίεργη γριά έριχνε κλεφτές ματιές μέσα από τους θάμνους που ήταν φυτεμένοι περιμετρικά του σπιτιού του. Ήταν σίγουρη πως κάτι δεν ήταν φυσικολογικό στο εργένικο σπίτι του γείτονά της. Το έντιστκτό της την τσιμπούσε.  Κόχλαζε μέσα της μια ανεξήγητη ανησυχία και ήθελε ν΄ανακαλύψει το μυστήριο.  Νταπ, ντουπ μέσα στη νύχτα, ένας γδούπος που νόμιζε πως άκουγε στο ξύπνιο της και φοβόταν μην ήταν ένας πραγματικός εφιάλτης.

Πλησίαζαν Χριστούγεννα, θα ήταν μέσα Δεκεμβρίου, όταν το χίονι στρώθηκε στους δρόμους. Τα φωτισμένα μπαλκόνια των σπιτιών, οι χριστουγεννιάτικες αγορές και η μυρωδιά του καμένου ξύλου από τις καμινάδες των σπιτιών δημιουργούσαν μια χαρούμενη ατμόσφαιρα σ΄όλο το χωριό. Η Μαργκερίτ είχε μέρες να δει τον Πάουλ και ανησύχησε.  Ένα απόγευμα πηγαινόερχοταν στο πεζοδρόμιο της γειτονιάς τους μέχρι που κοντοσταθηκε έξω από το σπίτι του. Όταν πια έγινε σούρουπο, άνοιξε το κάγκελο και με γρήγορο βηματισμό σαν κλέφτης κατευθύνθηκε στο πίσω μέρος του υπογείου. Κατέβηκε μια μικρή σιδερένια σκάλα και κοίταξε μέσα από το θολό τζαμάκι. Ήταν σκοτάδι, η Μαργκερίτ μεγάλη γυναίκα δεν μπορούσε να διακρίνει κάτι ή καποιον. «Είναι κανείς μέσα;», είπε χαμηλόφωνα από φόβο μήπως ακουστεί. «Ποιος κρύβεται εκεί; Ποιος είσαι;», επέμενε η περίεργη γριά. Τότε μια ισχνή παιδική κοριτσίστικη φωνή ακούστηκε  τρεμάμενη «Βοήθεια. Βοήθεια». Η Μαργκερίτ βάζοντας τα χέρια στα μαλλιά της γούρλωσε τα γαλανά της μάτια κι απάντησε: « Μη φοβάσαι. Πάω να φέρω βοήθεια» και με γοργά βήματα στο χίονι έτρεξε στο δρόμο.

«Οδηγός τρένου βρέθηκε νεκρός στις σιδηροδρομικές γραμμές έξω από το Μέλκ. Το δωδεκάχρονο κορίτσι που εξαφανίστηκε από τις αρχές Σεπτεμβρίου εντοπίστηκε ζωντανό σε υπόγειο σπιτιού κοντά στον σταθμό. Λέγεται πως είχε απαχθεί από τον οδηγό τρένου, που μάλλον έδωσε τέλος στη ζωή του.» Έτσι έγραψαν οι εφημερίδες του χωριού. Ήταν Δεκέμβριος και τα νερά του Δούναβη είχαν παγώσει.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s