«Κλείσε την πόρτα όταν θα φύγεις. Και όπως είπαμε: μπακάλικο, περίπτερο για τα τσιγάρα μου και μετά ψωμί από τον φούρνο. Μην τολμήσεις να ξεχάσεις κάτι.»
Η αγριοφωνή και οι απειλές σου ηχούν ακόμη στ΄αυτιά μου. Κι ας έχουν περάσει χρόνια. Όποτε ήθελες να κάνεις μια βρωμοδουλειά όταν η μάνα έλειπε, μ’έδιωχνες από το σπίτι. Έκλεινα την εξώπορτα του σπιτιού και της έδινα μια μπουνιά, αφού δεν μπορούσα να την δώσω στα μούτρα σου. Κατέβαινα τις σκάλες κι έβριζα. Οι τοίχοι, τα πόμολα των διαμερισμάτων, τα κουδούνια άκουγαν μήνες τον θυμό μου.
Γύριζα από το θέλημα που μ’είχες στείλει και στην εξώθυρα της πολυκατοικίας μ΄έπιανε ήδη τρεμούλα, τα πόδια μου βάρυναν σαν να κολλούσαν στο πάτωμα με άρνηση να βηματίσουν μπροστά. Εναπόθετα στο θυρωρείο για λίγο τα ψώνια και έπαιρνα βαθιές ανάσες μέχρι να ρθει το ασανσέρ. Κάποιες στιγμές ο κύρ- Γιάννης, ο θυρωρός μας, αν ήταν εκεί με ρωτούσε για το σχολείο, την υγεία μου κι αν χρειαζόμουν κάτι. Κι εγώ τον κοιτούσα με γουρλωμένα μάτια. Αφού απαντούσα κοφτά σε κάθε του ερώτηση, έπαιρνα την απόφαση και τις σακούλες για ν΄ανέβω όσο γίνεται πιο αργά προς το σπίτι. Όταν έφτανα στην πόρτα μας, διπλοτσέκαρα πάντα αν αγόρασα τα τσιγάρα σου. Αν τα ξεχνούσα, σ΄έβλεπα πάντα να βγάζεις τη ζώνη. Και κάπου- κάπου τα ξεχνούσα για να σε εκδικηθώ. Και τότε ξεκίνησαν τα χαστούκια. Στάματησαν μόνο όταν οι γείτονες φώναζαν από τα μπαλκόνια τους «Πάψε πια, έχεις σαπίσει το παιδί, θα καλέσουμε την αστυνομία».
Μια φορά γύρισα μάλλον νωρίς στο σπίτι και είχες κλειδώσει την εξώπορτα. Κτύπησα το κουδούνι αρκετές φορές χωρίς ανταπόκριση. Κάθισα στο χαλάκι και περίμενα. Φοβισμένος. Βύθιζα τα δάκτυλά μου στο χαλάκι κι έκανα μπαλίστες από το χνούδι του μετρώντας τις μαζί με τα λεπτά της αναμονής. Ήταν χειμώνας θυμάμαι και κρύωνα αφού έμπαζε τ΄αγέρι στον διάδρομο. Κάποια στιγμή πρέπει να με πήρε ο ύπνος, όταν εσύ άνοιξες ξαφνικά την πόρτα κι εγώ έγειρα ανάσκελα. «Τι κάνεις ρε κωλόπαιδο τόση ώρα και περιμένω τα τσιγάρα μου». Με σήκωσες βίαια από το πάτωμα και ξέσκισες τη σακούλα ψάχνοντας τη νικοτίνη σου. «Μπες στο δωμάτιο σου τώρα και μην βγεις μέχρι να γυρίσει η μάνα σου» μου φώναξες κι εγώ τρομαγμένος έτρεξα στο καταφύγιό μου. Κλείδωσα από τον φόβο της τρέλας σου μην φάω πάλι ξύλο.
Κάποιες φορές την πέτυχα στις σκάλες. Εγώ ανέβαινα κι αυτή κατέβαινε βιαστική. Έμοιαζε κυνηγημένη. Μύριζε έντονα άρωμα λεβάντας, είχε ξανθά μακριά μαλλιά και έντονα βαμένα μάτια. Ήξερα πως αυτή ειναι η ερωμένη σου. «Μοιάζεις στον πατέρα σου, αγόρι μου», μου ψιθύρισε στ΄αυτί μια μέρα που διασταυρώθηκαν τα βλέμματα μας στα σκαλοπάτια. Κοκκίνησα από ντροπή και οργή ταυτόχρονα κι έτρεξα να φύγω μακριά της. Ήταν τότε που ήθελα να σε σπάσω εγώ στο ξύλο ή ακόμη και να σε σκοτώσω.
Η μάνα δούλευε υπερωρίες από τότε που έχασες τη δουλειά σου. Καθάριζε σπίτια το πρωί και γραφεία εταιρειών το απόγευμα. Να μην μου λείψει τίποτα. Να μπορεί να πληρώνει τα φροντιστήριά μου. «Εσύ να σπουδάσεις παιδί μου. Να φύγεις από δω. Να ΄χεις μια καλύτερη ζωή από μας.» τέτοια μου΄λεγε όταν έπλενε τα πιάτα και εγώ δίπλα της τα στέγνωνα με την πετσέτα. «Δεν είναι κακός άνθρωπος ο πατέρας σου. Άνεργος είναι παιδί μου. Συγχώρεσέ τον», έλεγε κι έβλεπα που και που τα δάκρυά της να τρέχουν, όπως το νερό έτρεχε στα λερωμένα πιάτα.
Τότε θυμόμουν τις σπάνιες στιγμές- πρέπει να ήμουν στην πρώτη ή δευτέρα Γυμνασίου- όταν μ΄έπαιρνες να πάμε για μπάσκετ στη γειτονιά. Ήταν άνοιξη θυμάμαι γιατί μύριζαν οι γλάστρες στα μπαλκόνια κι ο κόσμος άπλωνε την μπουγάδα έξω να στεγνώσει. Περνούσαμε από το γήπεδο του Παναθηναικού και μου υποσχόσουν πως σύντομα θα δούμε εκεί τον επόμενο αγώνα παρέα. Σε θυμάμαι να κρατάς στο ένα χέρι την μπάλα και στ΄ άλλο το δικό μου χέρι σφικτά. Κι όταν νύχτωνε πια πριν γυρίσουμε στο σπίτι με ρωτούσες αν ήθελα να φάμε σουβλάκι στην Πανόρμου. Τι ωραία εκείνα τα μερόνυχτα της άνοιξης.
Δεν πήγαμε ποτέ στο γήπεδο. Τα σουβλάκια σταμάτησαν. Και άρχισαν οι προσταγές. Και εσύ ξεκίνησες να καπνίζεις σαν φουγάρο. Κι εγώ καιγόμουν από θυμό για την κατάντια σου, δούλος στις παραγγελιές σου. Οι μέρες μας έγιναν χειμωνιάτικες, γεμάτες σύννεφα, ομίχλη, καταιγίδες. Μια τέτοια μέρα με πολλή βροχή ξέχασα την ομπρέλα μου στο σπίτι. Εσύ κοιμόσουν. Η μάνα ήταν στην δουλειά ακόμη. Είχα ήδη αργήσει για το μάθημα στο φροντιστήριο. Γύρισα γρήγορα σπίτι ν΄αλλαξω ρούχα. Έσταζα από την κορφή ως τα νύχια. Το ασανέρ ήταν χαλασμένο. Ευτυχώς μέναμε στον πρώτο όροφο. Ανέβηκα λαχανιασμένος τις σκάλες, πόσα αγκομαχητά είχαν δει τούτες οι σκάλες. Μα όσο πλησίαζα μου μύριζε καμμένο.
Τότε την είδα να στέκεται όρθια έξω απ΄το σπίτι μας. Χλωμή, άσπρη σαν σεντόνι. Στο δεξί της χέρι κρατούσε την τσάντα της και στ΄άλλο το σπιρτόκουτο. «Μάνα τι κάνεις εκεί;» τη ρώτησα κι ένας ιδρώτας με περιέλουσε στο σβέρκο.
«Τώρα έκλεισε η πόρτα γιε μου και το σπίτι θα εκραγεί» έσκυψε προς το χαλάκι, τ’ άναψε με το σπίρτο και περπάτησε προς το μέρος μου.