«Πόσα χαρτιά βρέ Άλκη μου! Μάζεψε τα ή πέταξέ τα επιτέλους» φώναζε πάντα η μαμά όταν έμπαινε στο δωμάτιό μου.
Από μικρός έκτιζα ένα χάρτινο οχυρό και κρυβόμουν μέσα. Ένιωθα ασφαλής και προστατευμένος μέσα στο χαρτόσπιτό μου.Ούτε τα στρατιωτάκια, ούτε τ’ αυτοκινητάκια, ούτε τα κυβάκια μου άρεσαν. Έκοβα χαρτιά από βιβλία, από τετράδια άλλοτε τα ζωγράφιζα, άλλοτε τ΄άφηνα άσπρα όπως ήταν και κολυμπούσα σ΄αυτά, σχεδόν βυθιζόμουν μέσα τους. Όταν τα πράγματα δυσκόλευαν έξω απ΄το δωμάτιό μου κρυβόμουν πίσω από τους τοίχους του χάρτινου κάστρου μου. Τα χαρτιά ούτε μιλούσαν δυνατά, ούτε φώναζαν, ούτε έκλαιγαν.
«Θες να φας κάτι για μεσημεριανό;» με ρώτησε η Θάλεια χθες το μεσημέρι. «Θα πεταχτώ στην καντίνα. Να σου φέρω κάτι;», επέμενε παρόλο που εγώ ήμουν σκυμμένος στον καφέ φάκελο που με παίδευε από το πρωί. Καλό κορίτσι η Θάλεια, αλλά κάπως ενοχλητική μερικές φορές. Μοιραζόμαστε το ίδιο γραφείο. Μια καλημέρα, ένα όλα καλά, ένα καλό απόγευμα αρκούν και περισσεύουν για μένα. Προφανώς όχι γι΄αυτήν. «Τι με ρωτάς αν θέλω κάτι για μεσημεριανό, αγαπητή συνάδελφε, αφού εδώ και έξι μήνες που σε στρίμωξαν μαζί μου στο ίδιο γραφείο βλέπεις πως εγώ δεν σηκώνω κεφάλι απ΄τα χαρτιά μου», μονολογούσα σιωπηλά και ελαφρώς θυμωμένος για την επιμονή της αν πεινάω.
«Ο Άλκης μας θα γίνει μια μέρα πολύ σπουδαίος καθηγητής», περηφανευόταν συχνά η μαμά στις φίλες της. «Λατρεύει το διάβασμα. Συνεχώς σκυμμένος πάνω από τα βιβλία του. Δεν προλαβαίνει να τελειώσει το ένα, τρέχουμε στα βιβλιοπωλεία για το επόμενο. Βιβλιοφάγος. Εξαιρετικός μαθητής! Μας το λένε όλοι οι δάσκαλοί του.» Όποτε την άκουγα να μιλάει έτσι έκλεινα την πόρτα του δωματίου μου για να μην εκνευρίζομαι. Μαζί με μένα την άκουγε και η μικρότερή μου αδελφή κι έπειτα ξεκινούσε το άλλο μου μαρτύριο: «Ο Αλκης μας και ο Αλκης μας ο βιβλιοφάγος. Πόσο σπουδαίος καθηγητής θα γίνει. Ο τέλειος γιος.» τόνιζε ειρωνικά η αδελφή μου με το που ξεπρόβαλα από το οχυρό μου.
Τελικά δεν ήμουν τόσο τέλειος γιος και μαθητής όταν βγήκαν τ΄αποτελέσματα των Πανελληνίων. Δεν πέρασα στο Πανεπιστήμιο και γκρεμίστηκε ο γυάλινος κόσμος της μαμάς και όλης της οικογένειας, που πίστευαν πως τόσα χρόνια χωμένος στα χαρτιά θα γινόμουν σπουδαίος και τρανός άνθρωπος των γραμμάτων. Ήταν εκείνο το καλοκαίρι που πήρα όλες τις σημειώσεις μου, τα χαρτιά που συσώρευα χρόνια, ακόμη και κάποια βιβλία που αγαπούσα πολύ και τους έβαλα φωτιά. Σε λιγότερο από μισή ώρα ο χάρτινος μου κόσμος έγινε παρανώλωμα του πυρός κι εγώ πίσω απ΄τα αποκαϊδια ένιωθα αδύναμος, μικρός, νεκρός.
Μετά την αποτυχία μου να μπω στο Πανεπιστήμιο έφυγα από το σπίτι. Βρήκα καταφύγιο στο νησί, στον παππού και τη γιαγιά από την μεριά του πατέρα μου. Για δύο χρόνια τον βοηθούσα στο μαγαζί του. Πριν ακόμη γεννηθώ ο παππούς ήταν φοβερός δύτης. Ανήκε στους σφουγγαράδες του νησιού που το έκαναν γνωστό. Μετά από ένα ατύχημα στη θάλασσα δεν καταδυόταν πια στο νερό κι έγινε έμπορος σφουγγαριών. Όσο αγαπούσε την θάλασσα, άλλο τόσο τον πλήγωνε. «Να γυρίσεις πίσω παιδί μου. Στα χαρτιά σου. Στην χαρά σου. Τώρα ξεκινάς τη ζωή σου. Με τις ανηφόρες και κατηφόρες της. Θα τις περπατήσεις όλες. Και θα κοιτάς πάντα μπροστά», ακόμη τον θυμάμαι να με συμβουλεύει κοιτώντας με με τα θαλασσιά του μάτια, με το πείσμα και την σοφία ενός ανθρώπου που πέρασε από χίλια κύματα.
Είναι Δεκέμβριος και έξω βρέχει μανιωδώς από το πρωί. Κάθομαι στο γραφείο, πνιγμένος μέσα στους μεγάλους φακέλους: δεξιά οι καφέ, αριστερά οι μπλε. Εδώ και δέκα χρόνια βρίσκομαι στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας, υπεύθυνος σε θέματα ασφάλειας και υγείας στους χώρους εργασίας. Έρχομαι πάντα στην ώρα μου και φεύγω πάντα τελευταίος από το κτίριο. Φοράω συνήθως κουστούμι και μαύρα παπούτσια. Όταν η Θάλεια απουσιάζει βγάζω το σακάκι, κλείνω τα μάτια και γέρνω το κεφάλι για λίγο πίσω. Εκείνες τις λίγες στιγμές μετράω τη ζωή μου, τις αβλεψίες, τα λάθη του πριν και του τώρα.
Η Θάλεια επέστρεψε μετά το διάλειμμά της με χαμόγελο και καφέ για μένα. Η μυρωδιά του φρεσκοψημένου καφέ με έκανε να σηκώσω το κεφάλι από τον φάκελο που με τυραννούσε. Ήπια μια γουλιά και την κοίταξα: «Θάλεια, θα ήθελες μήπως μετά τη δουλειά να πάμε για ένα ποτό;» την ρώτησα. Με κοίταξε μ΄ένα φωτεινό χαμόγελο στα χείλη και πριν απαντήσει έσκυψα πάλι στον ανοιχτό καφέ φάκελο του γραφείου μου.