Ντύνεται επίσημα: γραβάτα, γιλέκο, σακάκι. Πάντα θυμάται τον ευατό του με επίσημα ρούχα. Έτσι τον έντυνε εκείνη από παιδί με καλοσιδερωμένα παντελόνια, πουκάμισα και λουστρινέ παπούτσια. Το μοναχοπαίδι της, ο μονάκριβος της γιος, υπάκουος πάντα στις ενδυματολογικές της ιδιοτροπίες. Μεγάλωσε και η ενδυμασία του παραμένει η ίδια. Μια συνήθεια ραμμένη στα μέτρα του. Του το υπαγορεύει εξάλλου και το επάγγελμά του: δικηγόρος με κληρονομιά το γραφείο του πατέρα του, που πέθανε νωρίς αφήνοντας πίσω του το βάρος του ονόματος ενός μεγαλοδικηγόρου. Αν ήταν εδώ εκείνη θα ήταν διπλά περήφανη για τις σωστές επιλογές του.
‘Ηταν περασμένες δύο το μεσημέρι όταν βγήκε στον δρόμο. Μπήκε στην σκοτεινή ταβέρνα της γειτονιάς. Κάθισε κοντά στην τζαμαρία. Στην ίδια θέση που κάθεται πάντα όταν αποφασίζει να βγει μεσημεριάτικα για φαγητό. Δεν είχε πολλούς πελάτες εκείνη την μέρα. Καθώς κοιτούσε το μενού, άκουσε μια μουσική στο βάθος. Ρεμπέτικα. Αυτά που του άρεσαν. Εκείνη τη στιγμή έφερε στη μνήμη του την μάνα του να κάθεται στο πιάνο και να παίζει σονάτες του Σκαρλάτι. Θυμάται τον ευατό του ακούγοντάς την να κλέβει κρυφά μπισκότα βουτήρου από το βιντάζ κουτί που είχε ακουμπισμένο στον πάγκο της κουζίνας ως συνοδευτικά για τον καφέ ή το τσάι. Όταν εκείνη τον έπιανε στα πράσα να καταβροχθίζει λαίμαργα τις απαγορευμένες λιχουδιές, τον κοιτούσε αρχικά αυστηρά κι έπειτα του σκούπιζε με γρήγορες κινήσεις τα ψίχουλα από τα μπισκότα στο πουκάμισο στέλνοντάς τον στο δωμάτιό του. «Τα σωστά αγόρια δεν τρώνε κρυφά από την μαμά τους. Τα σωστά αγόρια προσέχουν τη σιλουέτα τους» την άκουγε να λέει καθώς απομακρυνόταν από την κουζίνα με το κεφάλι σκυμμένο στο πάτωμα, ρίχνοντας τις κατάρες του σιωπηλά.
Τώρα είχε το βλέμμα του στραμμένο στο μενού της ταβέρνας. Ήταν αναποφάσιστος.Του άρεσαν τα βαριά, λαδερά φαγητά. Όλα όσα δεν του επέτρεπε εκείνη να τρώει όσο ακόμη ζούσε στο πατρικό του. Όταν απελευθερώθηκε από τα δεσμά της, αφέθηκε σ΄όλες τις λουχουδιές που του στερούσε. Όταν η μάνα του πέθανε- από καρκίνο στο έντερο- αυτός παραδόθηκε στη ζάχαρη. Είχε γίνει υπέρβαρος, αλλά δεν τον ένοιαζε. Δεν έψαχνε ούτε για σύζυγο, ούτε και για ερωμένη. Μόνος και υπέρβαρος εξακολουθούσε να κρύβει το λίπος του πίσω από τις γραβάτες, τα φαρδιά πουκάμισα και τα κουστούμια.
«Μια χωριάτικη, ένα στιφάδο με μπόλικες πατάτες και μια καράφα άσπρο κρασί» είπε στον σερβιτόρο, όταν αυτός ήρθε για την παραγγελία. «Ωραία ησυχία σήμερα στο μαγαζί» πρόσθεσε, όταν εκείνος ακουμπούσε το ποτήρι, την καράφα του κρασιού και το καλάθι με το ψωμί μπροστά του. «Νομίζω σας έπεσαν τα κλειδιά σας κύριε Νικολόπουλε», του είπε ευγενικά το γκαρσόνι, δείχνοντάς του στο πάτωμα κάτι που γυάλιζε. Εκείνος τα είδε από απόσταση και έβαλε κρασί στο ποτήρι του. «Θα τα πάρω αργότερα. Τώρα είναι όλα κλειδωμένα» απάντησε σχεδόν παγερά. «Πριν φύγω θα τα πάρω». Κι έβαλε την πρώτη μπουκιά στο στόμα του.