Εννέα το πρωί κι αυτός ήταν ήδη σκυμμένος στα χαρτιά πάνω στο γραφείο του. Όταν η συνάδελφος τον ρώτησε αν ήθελε κι άλλο καφέ, αυτός κούνησε καταφατικά το κεφάλι. Πάλι γύρισε ξημερώματα στο σπίτι πατώντας στις μύτες των ποδιών του, για να μην ξυπνήσει ούτε εκείνη, ούτε τα παιδιά. Τρεις φορές τη βδομάδα ήξεραν όλοι στο σπίτι ότι αυτός δουλεύει σ΄ένα μπαρ για να φέρνει έξτρα λεφτά. Αυτή άνεργη, τα δίδυμα αγόρια στην Τρίτη Λυκείου λίγο πριν φύγουν για σπουδές κι αυτός έπρεπε να βρει δεύτερη δουλειά για να τα βγάζουν πέρα.
Ο Αντώνης, είχε μόλις κλείσει τα σαράντα και ήταν ήδη μπαμπάς δύο έφηβων αγοριών. Είχαν μικροπαντρευτεί με την Λίζα με το που τελείωσαν το Οικονομικό του Πειραιά. Γνωρίστηκαν στο Πανεπιστήμιο, τα έφτιαξαν γρήγορα γιατί η μάνα του επέμεινε ότι το Λιζάκι ήταν καλό κορίτσι, μορφωμένο κι ας ήταν από επαρχία. Σίγουρα δεν ήταν ο έρωτας της ζωής του. Λίγο οι κουβέντες της μάνας του, λίγο οι δικές του ανασφάλειες, συν την απροσδόκητη εγκυμοσύνη, βρέθηκαν παντρεμένοι. Γάμος στα γρήγορα, για να μην πει κάτι ο κόσμος.
Αυτός βρήκε εύκολα δουλειά σε μια πολυεθνική εταιρεία στον τομέα των πωλήσεων. Μετά τη δουλειά και πριν επιστρέψει στο σπίτι, του άρεσε να συχνάζει σ΄ένα μπαρ στην Πατησίων. Καθόταν εκεί και θαύμαζε τ΄αγόρια με τα φτερά και τα φανταχτερά χρώματα στο σώμα και το πρόσωπο. Όταν ήταν παιδάκι του άρεσε πολύ να ντύνεται Κοκκινοσκουφίτσα ή Πριγκίπισα, κλέβοντας τις στολές της αδελφής του. Αλλά αυτό δεν άρεσε καθόλου στη μάνα του. Χάζευε τ΄αγόρια που ντύνονταν κορίτσια και ήθελε πολύ να τους μοιάσει. Όμως ήξερε πως στη μάνα του αυτό δεν θα άρεσε καθόλου. Γι΄αυτό παντρεύτηκε, γιατί ήξερε ότι αυτό θα άρεσε στη μάνα του.
Τώρα ο Αντώνης λέει στην Λίζα και στα παιδιά ότι δουλεύει σε κάποιο μπαρ στον Πειραιά. Μόνο τρεις νύχτες για να μπορεί να είναι εντάξει στην πρωινή του δουλειά στην εταιρεία. Για να μπορεί να πληρώσει τα φροντιστήρια των διδύμων στην Τρίτη Λυκείου. Για να μπορεί να φοράει τα κουστούμια και τις γραβάτες από τις οκτώ το πρωί. Όμως τις τρεις εκείνες νύχτες, αφού έχουν φάει όλη η οικογένεια μαζί, φεύγει από το σπίτι μετά τις δέκα, για την άλλη του δουλειά και τότε μπορεί να φοράει φανταχτερά χρώματα, να βάζει μίνι και ζαρτιέρες και κόκκινο κραγιόν. Γίνεται Σαμάνθα, βγαίνει στη Συγγρού και περιμένει τον πρίγκιπα ή τον λύκο του να τον παρούν βόλτα κι αυτός πρόθυμος για όλα: πίπα, κώλο, πίπα, κώλο. Γυρνάει αχάραγα στο σπίτι με λεφτά και οργασμούς. Γίνεται πάλι Αντώνης. Ξαπλώνει στον καναπέ για να μην ξυπνήσει το Λιζάκι για κανένα τρίωρο μέχρι να ξημερώσει. Ξαπλώνει μα δεν μπορεί να κοιμηθεί.
Χθες δεν μπορούσε να ξυπνήσει ούτε μετά τον τρίτο καφέ που του έφερε η συνάφελφος. «Είστε άρρωστος;», τον ρώτησε αυτή όσο πιο διακριτικά μπορούσε να ρωτήσει. Ο Αντώνης της είπε να του φέρει το σακάκι του από την άδεια ντουλάπα. Έπρεπε να απουσιάσει για λίγο απ΄το γραφείο. Καθώς του έφερνε από απροσεξία της το έριξε κάτω στο χαλί και τότε έπεσε από την τσέπη ένα κόκκινο κραγιόν. «Δικό μου είναι!» φώναξε ο Αντώνης. «Για την Λίζα το πήρα» διόρθωσε στα γρήγορα για καλύψει την βλακεία που μόλις πέταξε απ΄το στόμα του. Της το πήρε από το χέρι και το έβαλε στα γρήγορα πίσω στην τσέπη του. Κατακόκκινος. Σαν το κραγιόν.
Βγήκε έξω στο δρόμο ν΄αναπνεύσει. Περπατώντας μπήκε στο πρώτο κατάστημα με φανταχτερά ρούχα, με γκλιτερ και φτερά. «Θα ήθελα παρακαλώ αυτό το βυσσινί φορεματάκι. Για δώρο είναι.» είπε στην πωλήτρια και έβγαλε το πορτοφόλι του να πληρώσει το βυσσινί φόρεμα.