«Αν φτιάξεις σούπα αυγολέμονη» θα έρθω», έλεγε και ξανάλεγε όσες φορές την παρακαλούσα να ρθει στο σπίτι μας αυτές τις γιορτινές μέρες. Έμενε σ΄ένα σπίτι στον προσφυγικό συνοικισμό και παρά τα ογδόντα κάτι χρόνια της έκανε μόνη όλες τις δουλειές που αυτή ήθελε να κάνει: μαγείρευε, έπλενε πιάτα και τα ρούχα που φορούσε, όλα μαύρα από τότε που έχασε τον άντρα της, φρόντιζε τα λουλούδια της, μα πιο πολύ αυτές τις δύο πορτοκαλιές και την λεμονιά στην αυλή της.
«Πάρε όσα λεμόνια θες, παιδί μου, είναι φορτωμένη δεν την βλέπεις;» μου έλεγε κάθε φορά που την προσκαλούσα στο σπίτι μας τα Χριστούγεννα για το γιορτινό τραπέζι. Δεν ήθελε να ξεβολευτεί από τον μικρόκοσμό της. «Μια χαρά είμαι και δω. Εσείς είστε πολλοί και τα μικρά φωνάζουν, τρέχουν από δω και από κει κι εγώ έμαθα στην ησυχία μου. Να βγεις στον κήπο να μαζέψεις πορτοκάλια και να φτιάξεις και μια πορτοκαλόπιτα για επιδόρπιο. Είναι πολύ γλυκά τα πορτοκάλια μου φέτος που έβρεξε πολύ».
Μιλούσε για τα φρούτα της σαν να μιλούσε για τα παιδιά που ποτέ δεν έκανε. Μετά τον πόλεμο έμεινε άνεργος ο άντρας της, ήρθε και η βαριά κατάθλιψη και δεν χωρούσε πια καμιά επιθυμία για παιδιά και έγνοιες περιττές. Και κάθε φορά που μαράζωνε εκείνη, έβγαινε στην αυλή και καμάρωνε τα φορτωμένα με καρπούς δέντρα της.
Φέτος μετά την εκκλησία, έβαλα λίγη αυγολέμονη σε μια κατσαρόλα και της την πήγα. Όταν κτύπησα το κουδούνι μια γειτόνισσα μου άνοιξε την πόρτα. «Η θεία σας είναι πολύ άρρωστη εδώ και λίγες μέρες. Ήθελα να σας ειδοποιήσω, αλλά δεν έβρισκα το νούμερο του τηλεφώνου σας», μου είπε γλυκά η γυναίκα, της οποίας ούτε το όνομα δεν γνώριζα.
Πήγα στο υπνοδωμάτιό της και νόμιζα που κοιμόταν όταν είδα τα μάτια της κλειστά. «Θεία σου έφερα λίγη αυγολέμονη να φας. Και μετά θα πάμε στο σπίτι, να μείνεις λίγες μέρες μαζί μας», της ψιθύρισα. Δεν απάντησε. Έμεινε εκεί με τα μάτια της κλειστά. Κάθησα δίπλα της για πολλή ώρα κρατώντας το χέρι της. Και η αυγολέμονη είχε ήδη κρυώσει στον πάγκο της κουζίνας.