Όταν ήμουν μικρή με πήγαινε πάντα με το λεωφορείο στο κέντρο της πόλης για τα χριστουγεννιάτικα ψώνια. Θυμάμαι κολλούσα το πρόσωπό μου στο τζάμι και κοιτούσα τους ανθρώπους και τις ζωές τους έξω απ’ το αχνισμένο παράθυρο. Βαριόμουν εύκολα τότε και προσπαθούσα να τα κάνω όλα παιχνίδι για να μην βαριέμαι. Έβλεπα τα βιβλιοπωλεία και φανταζόμουν τους συγγραφείς κρυμμένους πίσω από τις βιβλιοθήκες να γράφουν ατελείωτα με τους κονδυλοφόρους. Στα μικρά μαγαζία με τα παιχνίδια έβαζα έξυπνα αγόρια να ενώνουν κομμάτια φτιάχνοντας ουρανοξύστες. Όταν περνούσαμε έξω από τα Δικαστήρια στην Ευελπίδων έβλεπα τους κουστουμαρισμένους δικηγόρους κι αναρωτιόμουν αν τους σφίγγουν οι γραβάτες και τα παπούτσια τους.
Μόλις κατεβαίναμε στην στάση μ’ έπιανε σφιχτά από το χέρι, μου έφτιαχνε τον σκουφί στο κεφάλι και μου ΄δινε ένα ζεστό φιλί στο παγωμένο μου μάγουλο. Αγαπούσα αυτό το φιλί περισσότερο και από τις χριστουγεννιάτικες βόλτες μας. Ποτέ η βόλτα μας δεν έμοιαζε με βόλτα, γιατί περπατούσε σε γοργούς ρυθμούς. Όταν σταματούσε σε βιτρίνα, χαλάρωνε το χέρι της, στροβιλιζόμουν τότε γύρω από τον ευατό μου και της ζητούσα να μου πάρει κάστανα. «Όχι τώρα, μόλις τελειώσουμε τα ψώνια», μου απαντούσε κοφτά και κοιτούσε μέσα στο τζάμι της βιτρίνας. Δεν μ΄ένοιζε ποτέ τι έψαχνε. Δεν μου άρεσαν ποτέ οι βιτρίνες. Περίμενα μόνο να σταματήσουμε στον καστανά. Τότε μόνο είχα την ψευδαίσθηση πως είμαστε μαζί.
Θυμάμαι κάποια Χριστούγεννα μπήκαμε σ΄ένα υπερκατάστημα της πόλης. Εγώ χάζευα τα παιχνίδια κι αυτή έμεινε ακίνητη μπροστά στο στολισμένο δέντρο. Κοιτούσε πολλή ώρα το Χριστουγεννιάτικο δέντρο, ώσπου στο κέντρο μιας μεγάλης γυαλιστερής μπάλας, είδε να καθρεφτίζεται ο χρόνος που την κυνηγούσε. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί ο χρόνος της ήταν τόσο πολύ σημαντικός έτσι ώστε να ξεχνά δικά μου σημαντικά. Ήμουν τελειόφοιτη στο Γυμνάσιο όταν «έφυγε».
Μια από αυτές τις μέρες θα περάσω να της αφήσω κάστανα. Τα αγαπούσε όσο κι εγώ.