Τα χέρια που αγάπησα πιο πολύ είναι τα δικά της. Από παιδί μου άρεσε να τα παρακολουθώ. Να υφαίνουν κουρελούδες στον αργαλειό και να μπλέκουν καλάθια. Να φυτεύουν καρπούς και να λασπώνονται στον κήπο. Να τα βλέπω να κουνιούνται πέρα- δώθε με σβελτάδα. Να σμίγουν υλικά και να βουτούν σε ζύμες. Να γίνονται γροθιές και να πλάθουν. Ν΄ακονίζουν μαχαίρια και να τα βάζουν στη θέση τους. Τα χέρια που αγαπώ πολύ είναι αυτά της γιαγιάς μου.
Η Κλεονίκη, η μητέρα της μητέρας μου, η γιαγιά μου γέννησε πέντε κόρες και δύο γιούς. Ο ένας πέθανε μικρός από αρρώστια κι ο άλλος αγνοείται μέχρι σήμερα μετά την εισβολή του ‘74. Τότε έμεινε εκούσια εγκλωβισμένη στο χωριό της περιμένοντας τον ίσως να γυρίσει και τρία χρόνια μετά το κακό κουβάλησε ό, τι της επέτρεψαν να φέρει στις ελεύθερες περιοχές της Κύπρου. Μαζί της και ο παππούς σ΄ένα αναπηρικό καροτσάκι. Εκείνος, κτυπημένος από εγκεφαλικό δεν μιλούσε, ούτε περπατούσε. Κοιτούσε κι έψαχνε συνέχεια τη γιαγιά. Κι αυτή τον κοιτούσε ασταμάτητα: τον φρόντιζε, του μαγείρευε, τον τάιζε, τον έλουζε, τον έντυνε και ξάπλωνε στο κρεβάτι πάντα μαζί του. Για μια ζωή. Εκείνος εφύγε πρώτος. Εκείνη έμεινε για αρκετά χρόνια ακόμα. Και της έλειπε ο παππούς όπως και ο γιος της, το σπίτι, το χώμα και οι ρίζες της.
Αρχές της δεκαετίας του ΄80 εγώ μικρό παιδί με θυμάμαι να περνάω συχνά τα Σαββατοκύριακα στο σπίτι της στον προσφυγικό συνοικισμό. Με ήλιους και βροχές η Κλεονίκη ήταν έξω στην αυλή της. Είτε να ξεχορταριάζει, είτε να τσαπίζει το χώμα κάτω από τις λεμονιές και τις πορτοκαλιές της. Τους συμπεριφερόταν σαν να είναι κι αυτά παιδιά της. Όταν πάγωναν από το κρύο, πάγωνε κι η ίδια. Όταν ξεπρόβαλλε ο ήλιος, έλαμπε το πρόσωπό της κοιτάζοντάς τα. Τους μιλούσε και τους σιγοτραγουδούσε καθώς τα πότιζε. Κι εγώ σε μια γωνιά την θαύμαζα κι απορούσα με την τόση αγάπη που τους έδειχνε.
Μια χειμωνιάτικη μέρα έβγαζε απ΄τη νωτισμένη γη τ΄αγριόχορτα με τις ρίζες τους, κράταγε στο χέρι το χώμα και το σκόρπιζε σαν χρυσόσκονη στη γη. «Γιαγιά, γιατί αγαπάς τόσο πολύ το χώμα; Δεν λυπάσαι τα χέρια σου που έχουν σκληρύνει με τόσα σκαλίσματα;», την ρώτησα με μια παιδική αφέλεια. « Όταν έφυγα από το χωριό, παιδί μου, αυτοί που έμειναν πίσω μού έλεγαν να πάρω μαζί μου λίγο χώμα. Τι να κάνω το χώμα; Να το πάρω ως αναμνηστικό της γης μου, της πατρίδας μου; Τις ρίζες μου τις κουβαλώ όπου και αν πάω. Το χώμα και η λάσπη, παιδί μου, δε θα λείψει από τον κόσμο ποτέ.» μου είπε κρατώντας τις λασπωμένες ρίζες στα χέρια της. «’Αντε πάμε να πλυθούμε και ν΄ανοίξουμε φύλλο για πίτα.», μου φώναξε για να πάρει την θλίψη της αλλού.
Και από τα αγριόχορτα του κήπου βρισκόμασταν στα σπανάκια της πίτας της. Η πιο δυνατή εικόνα που έχω είναι τα αλευρωμένα χέρια της να ζυμώνουν, να διπλώνουν και ν΄αφήνουν τη ζύμη στην άκρη να ξεκουραστεί. Τα μακριά δάχτυλα της με τους ρόζους και οι φλέβες που διαγράφονται ξεκάθαρα στην επιφάνειά τους με μάγευαν πάντα.
Και από τις πίτες και τον κήπο της Κλεονίκης βρέθηκα φοιτήτρια στην Αθήνα σ΄ένα μικρό δυάρι με μπαλκόνι. Για ένα πράγμα ήμουν σχεδόν σίγουρη. Ότι θα μαγειρεύω και θα έχω φυτά στο σπίτι μου. Και σ΄εκείνο το δυάρι και στις εκάστοτε κουζίνες έφαγαν οι άνθρωποι της ζωής μου. Οι έρωτες και οι φίλοι, τ΄αδέλφια και οι γνωστοί. Όσους πέρασαν από τη ζωή μου τους τάισα. Και αν δεν τους τάισα ήταν απλά περαστικοί. Και τις ρίζες μου τις κουβάλησα παντού, όπου κι αν έχω ζήσει.
Έχουν περάσει δεκαπέντε χρόνια από τότε που σταμάτησε η καρδιά της γιαγιάς. Δεν πρόλαβα την κηδεία. Έλειπα στο εξωτερικό. Στο μυαλό μου την έχω πάντα ακούραστη και ζωντανή. Και τα χέρια της τόπος που ησύχαζα την όποια πείνα μου. Κι αν κάποτε φεύγει από το μυαλό μου, τα τελευταία κομμάτια που μένουν είναι τα χέρια της.