Στο τρένο

Η Μελίνα ήταν δευτεροετής φοιτήτρια της Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης. Άριστη μαθήτρια της Γερμανικής Σχολής Αθηνών, μοναχοκόρη, με πατέρα Καθηγητή Ιστορίας στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο και μητέρα γιατρό, και οι δύο απόφοιτοι γερμανικών Πανεπιστημίων. Μικροκαμωμένη, με ξανθιά μακριά μαλλιά και πράσινα μάτια, μεγάλωσε σ΄ένα στεγνό κι αυστηρό περιβάλλον. Έτσι δεν είχε άλλη επιλογή πάρα να φοιτήσει στην Γερμανία, αφού οι γονείς της για εκεί την προόριζαν.

Πάντα της άρεσαν τα τρένα. Θυμάται μικρή τον πατέρα της να την πηγαίνει με το τρένο από την Κηφισιά που διέμεναν στο Θησείο και το Μοναστηράκι και να περπατάνε με τις ώρες στην Ακρόπολη κάνοντας μάθημα Ιστορίας. Παρατηρούσε πάντα τους ανθρώπους στο τρένο, τα ρούχα που φορούσαν, τις εκφράσεις τους, τις χειρονομίες, οι οποίες ήταν διαφορετικές και ποικιλόμορφες. Χαιρόταν να φτιάχνει στο κεφάλι της ιστορίες για την κυρία με το κόκκινο κραγιόν, τον παππού με το εγγονάκι στα γόνατά του, τα κορίτσια με τα ροδοκόκκινα μάγουλα που χαχάνιζαν σε όλη τη διαδρομή, το μελαμψό αγόρι που έμπαινε στο βαγόνι με το ακκορτεόν ζητώντας βοήθεια. Μέσα στο τρένο έβλεπε πάντα μια άλλη ζωή από την νεκρική ησυχία του σπιτιού της. Αποζητούσε αυτό το ταρακούνημα και τον θόρυβο κάθε Κυριακή για να της θυμίσει τη ζωή. Αυτήν που θα ήθελε να ζούσε.

Όταν μετακόμισε στην Χαϊδελβέργη, πριν ξεκινήσει ακόμα το εξάμηνο πήγαινε στον σταθμό του τρένου κι έμπαινε τυχαία σε όποιο ερχόταν για να μάθει τους ανθρώπους της πόλης που θα την φιλοξενούσε για τα επόμενα πέντε χρόνια. Η έκφραση των επιβατών εδώ, όποια γλώσσα κι αν μιλούσαν ήταν η ίδια στα μάτια της Μελίνας. Λες και αγόραζαν όλοι την ίδια έκφραση με το εισιτήριο: παγωμένη χειμώνα-καλοκαίρι, σαν να φορούσαν μια νεκρική μάσκα με το που έμπαιναν στο βαγόνι. ‘Ολοι είχαν μια πειθαρχία είτε όρθιοι είτε καθισμένοι μέχρι να φτάσουν στον προορισμό τους.

Μα πιο πολύ την εντυπωσίαζε  ότι σχεδόν όλοι οι επιβάτες του τρένου κρατούσαν ένα βιβλίο ανοιχτό και διάβαζαν. Δεν κοιτούσαν όταν το τρένο έβγαινε από το μαύρο τούνελ του, ούτε το χιονισμένο τόπιο, ούτε τις σταγόνες της βροχής στα παράθυρα, ούτε την ομίχλη του πρωινού, ούτε το πράσινο μιας χώρας όπου το νερό έρεε άφθονο. Διάβαζαν το βιβλίο τους, ίσως από φόβο μήπως σηκώσουν τα μάτια τους ψηλά κι αντικρύσουν την ζωή. Την δικιά τους και των γύρω τους: το ερωτευμένο ζευγάρι που αγκαλιάζεται, τους ανθρώπους στα μαγαζιά, άλλους που ξεκλειδώνουν τις πόρτες του σπιτιού τους, άλλους με τα σκυλιά τους να πηγαίνουν βόλτα. Όλοι μέσα στο τρένο της θύμιζαν κηδεία, πεθαμένους σε φέρετρα αποροφημένους σε σελίδες βιβλίων, είτε τα διάβαζαν, είτε τα κοιτούσαν, για να μην βλέπουν, να μην ακούν, να μην θορυβούν, να σιωπούν, να πεθαίνουν σιγά σιγά.

Ένα βροχερό απόγευμα Τετάρτης η Μελίνα μπήκε στο τρένο για να πάει σινεμά. Δίπλα της καθόταν μια νεαρή κυρία με μαντίλα, έμοιζε Τουρκάλα. Κρατούσε μια γερμανική εφημερίδα και η Μελίνα δεν μπορούσε να μην παρατηρήσει τα δάκρυα της Τουρκάλας που έσταζαν πάνω στην εφημερίδα. Αρχικά γύρισε το βλέμμα της αλλού. Οι στάγονες όμως από τα δάκρυα ακούγονταν αντιστικτικά με τις σταγόνες της βροχής. Δεν άντεξε. Μέσα σε λίγα λεπτά η Μελίνα δίπλωσε ευγενικά την εφημερίδα της τουρκάλας, της πρόσφερε χαρτομάντηλο και μ΄ενα φωτεινό βλέμμα της είπε στα γερμανικά:

– Κοιτάξτέ με. Είμαι εδώ. Γιατί κλαίτε; Αν θέλετε μπορείτε να μου μιλήσετε. Αν όχι δεν πειράζει. Είμαι εδώ. Η ζωή είναι εδώ. Κοιτάξτε την!

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s