Τρεις πιστολιές

Δούλευε στις καπνοφυτείες του πατέρα του -κληρονομιά από τον προπάππου- μέχρι να δύσει ο ήλιος.  Όλα τ΄αδέλφια του δούλευαν εκεί είτε το ήθελαν, είτε όχι. Ο Γιάννης, πρωτότοκος γιος της οικογένειας Νικολάου με βλέμμα σκληρό σαν τα μαύρα του γένια, δεν ήθελε καθόλου τούτη τη δουλειά. Τ΄όνειρό του ήταν να γίνει καπετάνιος, μα ο πατέρας του δεν τον άφησε να φύγει στα καράβια.

Ήταν σαράντα χρονών αρχές της δεκαετίας του 70΄στην Καρπασία όταν γνώρισε την Όλγα στη θάλασσα.  Σύχναζε εκεί μετά τη δουλειά προτού επιστρέψει στην γυναίκα του και τα τρία αγόρια που του γέννησε. Η Όλγα ήταν η σύζυγος ενός από τους Ρώσους που ήρθαν στην παραθαλάσσια περιοχή της Κύπρου για να κτίσουν ξενοδοχεία. Ξανθιά, γαλανομάτα και ψιλόλιγνη με αγαλματένια πόδια. Ήταν ακριβώς το αντίθετο από την κοντή, λίγο παχουλή, μα καλοσυνάτη γυναίκα του. Ο γάμος τους έγινε από προξενιό. Τα προξενιά τότε ήταν πολύ συνηθισμένα. Ο έρωτας σπάνιος.  Και στην περίπτωσή τους δεν υπήρξε ποτέ έρωτας. Αυτός ήρθε με την Όλγα. Όταν την πρωτοείδε στη θάλασσα ν΄αγνατεύει το πέλαγος αμέσως μαλάκωσε το βλέμμα κι έλαμψε το πρόσωπό του.

 Το κακό δεν άργησε να γίνει. Συναντιόντουσαν κρυφά και συχνά, όσο τους επέτρεπε ο  τόπος που έτυχε να γνωριστούν. Εκείνος την πήγαινε σε μέρη ερημικά, που δεν τα γνώριζαν πολλοί. Άλλοτε βαθιά μέσα στα λιόδεντρα, άλλοτε με τη βάρκα του στην σκούρα μπλε θάλασσα της Καρπασίας. Ο έρωτας τους φούντωνε με τον καιρό, ψήλωνε σαν τ΄αγρια κύματα που έσκαγαν πάνω στα μαύρα βράχια της βορεινής Κύπρου. Έτσι έσκαγε από την οργή του ο Γιάννης κάθε φορά που έβλεπε την Όλγα με τον άντρα της να περπατάει αγκαζέ στην πλατεία του χωριού.

«Θα τον εσκοτώσω. Επειδή αυτός έχει λεφτά;  Θα τον εσφάξω τον βρωμιάρη και θα την πάρω να φύγουμε στα ξένα». Το’ λεγε και το ξανάλεγε ο Γιάννης μέσα του και φούντωνε σαν φωτιά ο θυμός του κάθε φορά που σκεφτόταν πως εκείνη ξάπλωνε στο ίδιο κρεβάτι με τον Ρώσο.

Ήταν Αύγουστος, ένα δειλινό με τον κατακόκκινο ήλιο να βράζει στα νερά της θάλασσας, όταν η Όλγα του ανακοίνωσε πως περιμένει παιδί. Αλλά ποιανού παιδί δεν ήξερε: αν ήταν δικό του ή του άντρα της. Με το που άκουσε το μαντάτο μια σκοτοδίνη τον τύφλωσε κι ένιωσε πως θα λιποθυμήσει από το κακό που τον κτύπησε. Όχι, γιατί το παιδί θα μπορούσε να είναι δικό του. Αλλά για την πιθανότητα να μην είναι δικό του! Την άρπαξε από τον λαιμό σφιχτά κι εκείνη τον χτυπούσε παντού με τα χέρια της για να ξεφύγει: από το μίσος που έβλεπε στα οργισμένα του μάτια που θα οδηγούσε στον βέβαιο θάνατό της. Όταν επιτέλους τα κατάφερε, έτρεξε σαν αλλοπαρμένη ανάμεσα στα κίτρινα στάχυα κι αυτός με τις παλάμες στο κεφάλι του γονάτισε στο χώμα.

Μετά από εκείνο το δειλινό δεν την είδε για μέρες. Ήταν δεκαπενταύγουστος κι η εκκλησία του χωριού γιόρταζε.  Ήξερε πως θα την συναντούσε. Είπε στην γυναίκα του πως τον πονούσε το κεφάλι και πως θα πήγαινε πιο μετά στην λειτουργία. Όταν έφτασε στο προαύλιο της εκκλησιάς έστησε καρτέρι πίσω από τον αγριοπλάτανο . Είχε μια αλλόκοτη συννεφιά σαμπώς και δεν ήταν Αύγουστος. Κι όταν φάνηκε η Όλγα με το μεταξωτό λευκό της φόρεμα να περπατάει σαν άγγελος δίπλα στον άντρα της, ακούστηκαν τρεις πιστολιές. Τότε σωριάστηκε στο χώμα και το φουστάνι αιματοβάφτηκε.

«Δεν γινόταν αλλιώς» είπε τότε ο Γιάννης πετώντας το πιστόλι του κάτω.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s