Είδα την Άννα κάποτε

Είχαμε κολλήσει στα φανάρια. Πολλή κίνηση.  Ήταν Τρίτη πρωί στο κέντρο της Αθήνας. Κάποιος ανυπόμονος κόρναρε πιο πίσω. Το φανάρι ήταν ακόμα κόκκινο. Δεν καταλαβαίνω, γιατί  αυτός κόρναρε αφού ήταν κόκκινο. Εγώ στα φανάρια πάντα χαζεύω τις επιγραφές των μαγαζιών, τους ανθρώπους που μπαινοβγαίνουν σ’ αυτά, εκείνους που κάθονται σε άλλα και παραγγέλνουν καφέ, κοιτάζοντας μια τον άνθρωπο πλάι τους, μια τους γύρω τους. Τότε την είδα. Δεν ήμουν σίγουρος αν ήταν αυτή. Η Άννα, η συμμαθήτριά μου από το Λύκειο. Δεν ήμουν καθόλου βέβαιος για την γυναίκα που έβλεπα απέναντί μου, αυτήν που έψαχνε κάτι στον μεγάλο κάδο των σκουπιδιών. Ήταν όντως η Άννα;  Ήθελα να  παρκάρω κάπου και να περπατήσω προς το μέρος της. Αλλά με τόση κίνηση ήταν αδύνατον. Άναψε πράσινο. Ξεκίνησα για να μην με πυροβολήσουν οι πίσω που κόρναραν.

Έχουν περάσει τέσσερις μήνες από τότε. Πλησιάζουν Χριστούγενα κι όλα το μαρτυρούν: μερικά μαγαζιά είναι ήδη στολισμένα, κάποιοι πλανόδιοι άρχισαν να πωλούν αγιοβασίληδες και οι περαστικοί κρύβουν το κρύο πίσω απ΄ τα κασκόλ τους. Σήμερα κατέβηκα στο κέντρο για δουλειές  ξεκινώντας από την είσπραξη του ενοικίου. Άδικα. Ο νοικάρης μου άρχισε τα «δεν τα έχω όλα σήμερα», τα «πέρασε σε λίγες μέρες» κι εγώ τα «ναι μεν, αλλά». Δεν επέμεινα. Βγαίνω στην πλατεία και παίρνω ζεστά κάστανα να τσιμπολογήσω. Έτσι ήθελα να κρύψω την γκρίνια μου. Κάθομαι στο παγκάκι και αρχίζω να τρώω.

Καθώς τρώω ονειροπολώ,  όταν ακούω την φωνή της να μου λέει «Έχετε ένα ευρώ κύριε;» Πριν γυρίσω να δω το πρόσωπό της, βάζω το χέρι στη τσέπη να ψάξω για ψιλά. Γυρνάω το κεφάλι προς το μέρος της και την βλέπω: ήταν η Άννα. Αχτένιστη, φορούσε ένα τρύπιο μπουφάν και ένα βρώμικο τζιν.  Ήμουν πια σίγουρος ότι αυτή ήταν. Αυτά τα πράσινα μάτια της δεν ξεχνιούνται.

-Άννα εσύ; Τι κάνεις; Με θυμάσαι; Είμαι ο Φίλιππος. Από το Πολυκλαδικό των Αμπελοκήπων.

Με κοιτάει ξαφνικά κάπως περίεργα, θολά. Κατάλαβα ότι δεν θέλει να θυμηθεί. Εμένα, εκείνη. Σιωπή  για δευτερόλεπτα και από τους δύο μας. Έπειτα της αναφέρω δυο-τρία ονόματα από την τάξη μας στο Λύκειο. Την ρωτάω για την μουσική της. Η Άννα έπαιζε φοβερή κιθάρα και τραγουδούσε στο σχολείο. Ήταν η ψυχή των εκδηλώσεων. Και μεις από κάτω ερωτευμένοι με την μεταλλική φωνή της και αυτά τα μάτια που έσκιζαν τις σάρκες μας. Αυτή ήταν η Άννα. Τότε. Τώρα έχω μια άλλη Άννα μπροστά μου. Στα μάτια της βλέπω κάτι μαύρο που κρύβεται στις κόγχες.

-Κύριε, έχετε ένα ευρώ να πάρω κάτι να φάω; με ξαναρωτάει αγνοώντας όλα όσα είχα πει πριν λίγο.

-Άννα…

– Κύριε, σας παρακαλώ.

Βγάζω από την τσέπη μου όσα ψιλά έχω και της τα δίνω. Τα παίρνει, αρχίζει να κατεβαίνει τα σκαλιά και χάνεται μέσα στον κόσμο κουτσαίνοντας. Και λίγο πιο κάτω ο ακορτεονίστας στη στοά έπαιζε το «Τίποτα δεν πάει χαμένο».

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s