Τα πιο ωραία παιδικά καλοκαίρια τα θυμάμαι αρχές της δεκαετίας του 80′, λίγα χρόνια μετά την εισβολή. Τότε λεφτά δεν υπήρχαν ούτε για διακοπές εγχώρια σε ξενοδοχεία ή παραθεριστικά κέντρα. Για διακοπές σ΄άλλη χώρα ούτε κουβέντα.
Έκλειναν τα σχολεία και μετά βούρ να στήσουμε τ΄αντίσκηνα. Μπαίναμε πενταμελής οικογένεια στο πορτοκαλί μίνι κούπερ- αξιοπερίεργο πως χωράγαμε εκεί μέσα με όλα τα απαιράιτητα-και με τον Γιάννη Πάριο μουσική υπόκρουση της διαδρομής φτάναμε στο Governors Beach. Δύο μήνες ολόκληρους, στα μεγάλα πράσινα αντίσκηνα μέσα στους ευκαλύπτους και η πρόσβασή μας στη θάλασσα ήταν κάποια μέτρα μακριά κατεβαίνοντας τους βράχους. Όταν ακόμα η περιοχή δεν ανακαλύφθηκε από τους μεγαλοεργολάβους.
Θυμάμαι κάθε πρωί περνούσε ο κύριος που πουλούσε φρέσκο γάλα και ζεστές ταχινόπιτες κι ο καφές ψηνόταν στο μπρίκι πάνω στο γκαζάκι. Τ’ αντίσκηνα φιλοξενούσαν εμάς και τους θείους, θείες, ξαδέλφια που έμεναν στην Γαλλία, Αγγλία και Νότιο Αφρική. Μαζί τους κάθε καλοκαίρι έρχονταν και φίλοι από κάθε άκρη της γης. Ολημερίς στη θάλασσα, κολύμπι, ψάρεμα, αχινοί και πεταλίδες και το βράδυ έξω απ’ τα αντίσκηνα με τις λάμπες πετρελαίου προσμέναμε με χαρά τους ήχους της κιθάρας και τα τραγούδια απ’ όλες τις χώρες του κόσμου.
Θυμάμαι τα καλοκαίρια τότε γεμάτα απλότητα, ανθρωπιά, λιγότερο φθόνο και κακία. Οι διαφορετικές γλώσσες των ανθρώπων έβρισκαν πάντα ένα κοινό μονοπάτι συννενόησης και επικοινωνίας. Τα καλοκαίρια τότε είχαν τα σημάδια και τη μυρωδιά της αλμύρας στο δέρμα μας και τον ήλιο να μας φέγγει συνεχώς, ακόμη κι όταν έφτανε η ώρα που στ’αντίσκηνα λέγαμε καληνύχτα.