Την διάβαζα από μικρή και την θαύμαζα απεριόριστα. Την είχα πρωτοδεί από κοντά στον γάμο των αδελφικών μου φίλων και συγγενών της στην Αθήνα το 2006. Εκείνο το βράδυ χόρευε ασταμάτητα όλο ζωή. Ήταν ολόκληρη η ίδια η ζωή και η ελευθερία.
Πριν δύο χρόνια τέτοιες μέρες βρεθήκαμε όλοι στη Σκιάθο για διακοπές. Το προτελευταίο βράδυ πριν επιστρέψουμε στην Κύπρο είχα μαγειρέψει. «Θα κάνουμε ένα λουκούλειο δείπνο το βράδυ. Θα ρθεις ε;» την ρώτησα νωρίτερα εκείνη τη μέρα στην παραλία. «Δεν το χάνω με τίποτα» απάντησε με το σπινθηροβόλο βλέμμα της.
Το ίδιο βράδυ στο τραπέζι ανάμεσα στα φαγητά, τα κρασιά και τα τραγούδια μου λεει: Μαριώ άνοιξε συ το ταβερνάκι σου κι εγώ θα είμαι η πρώτη σου πελάτισσα.
Δεν προλάβαμε Ρίκα.
Κρατάω σφικτά έκτοτε το βλέμμα, την μιλιά και το χιούμορ της στην μνήμη μου. Μαζί κρατάω κι αυτό το απόσπασμα που κάποτε έγραψε.
«Ο Ρικ μου μαθαίνει πως το πιο βαθύ «σ΄αγαπώ» ξεστομίζεται όταν κοιτάζεις όχι τα μάτια, αλλά την πλάτη εκείνης που βγαίνει οριστικά από τη ζωή σου. Πέφτουν οι τίτλοι τέλους μαζί με την ομίχλη. Μπαίνουμε με το Ρικ στο αυτοκίνητο, και καθώς γυρίζω από το αεροδρόμιο, βάζω τέρμα γκάζια- τι άλλο; Μητροπάνο και «Μια ζωή σε θυμάμαι να φεύγεις.»
Αντίο Ρίκα Βαγιάννη. Αντίο όμορφο πλάσμα.
Bodensee, August 2018