Ξέχασα το ζακετάκι μου. Το μαύρο ζακετάκι μου. Έβγαλε ήλιο και το έβγαλα. Τ’ άφησα στο παγκάκι εκείνης της πλατείας. Πόσο όμορφη ήταν εκείνη η πλατεία: τα συντριβάνια, τα μικρά παιδιά να την γυροβολάνε με τα ποδήλατά τους, οι φοιτητές να λιάζονται με τ’ ακουστικά στ’ αυτιά και την ζωή στις παλάμες τους. Σ’ εκείνη την πλατεία θυμάμαι και δυό-τρεις άστεγους σε εμβρυϊκή στάση πάνω σε κάποια τετραγωνικά χαρτονιού. Σκλήρα χαρτόνια που έγιναν το στρώμα ανθρώπων που χαίρονταν κάποτε- ίσως- κι αυτοί εκείνη την πλατεία. Τώρα ζωντανοί-νεκροί.
Έφυγα βιαστική μη χάσω τη πτήση μου. Χωρίς το ζακετάκι. Ξέχασα να το αναζητήσω στους ώμους, τα χέρια, το στήθος μου. Μαζί του ξέχασα κι ό,τι με τυραννούσε μέσα στο στήθος μου. «Το ωραίο σου στήθος», όπως συνήθιζες να λες τους τελευταίους μήνες. Φεύγοντας απ’ την πλατεία εκείνης της πόλης ήξερα πως μ’ είχες ξεχάσει ήδη.
-Τι ωραία βυζιά που έχεις, έλεγες.
Όταν μπήκα στο αεροπλάνο έψαξα στο σακίδιό μου το ξεχασμένο ζακετάκι. Μάταια. Όπως μάταια έψαχνα εσένα.
-Τι ωραία βυζιά που έχεις, έλεγες.
Θεωρία στη θεωρία. Ουτοπία στην ουτοπία. Δεν λαχταράς τα ωραία μου βυζιά πια. Δεν θες να τα ρουφήξεις πια. Χόρτασες τη λαιμαργία σου και φρέναρες τη δικιά μου. Κάθε φορά που σε θυμάμαι να μιλάς και να γράφεις για τα βυζιά μου, αναζητώ το γαμημένο μου ζακετάκι. Να σκεπάσει το δικό μου κρύο και τη δική σου ασχήμια. Να κρύψει εσένα, που κάποτε η ομορφιά σου με γονάτιζε.
Κοίταξα έξω από το παράθυρο του αεροπλάνου. Σκοτάδι μαύρο και βαθύ. Έβαλα τότε την παλάμη στο στήθος μου κι ο ήχος εκεί ανεβοκατέβαινε σαν κύμα. «Έχω ωραία βυζιά» ψιθύρισα χαμογελώντας και συνέχισα ν’ ακούω το κύμα εκεί στ’ ανάμεσό τους.