Όταν ανοίξω την πίσω πόρτα της βεράντας μου ξέρω ότι θα με δει πίσω από το δικό της παράθυρο. Τότε θα με φωνάξει για να πιούμε καφέ και να μου δώσει φρέσκα αυγά από τις κότες της. Δεν μπορώ ν΄αρνηθώ κι ας με τυραννά ο χρόνος. Αυτός ο τύραννος… Το σώμα της πια ένα γάμα κεφαλαίο, τα μάτια της η πιο γαλήνια θάλασσα που έχω δει και το μυαλό της εκεί. Διαύγεια και σπιρτάδα. Και ξεκινάνε οι ερωτήσεις, οι διηγήσεις -τωρινές και παλαιότερες- κυρίως αυτές από τα περασμένα. Παιδιά ξενιτεμένα, άλλα επαναπατρίστηκαν με ψαλιδιασμένα φτερά άλλα όχι, αδέλφια που χάθηκαν σε κάποιο πόλεμο, σύζυγος που έφυγε νωρίς, ιστορίες μετανάστευσης. Χωρίς καμία νοσταλγία, χωρίς πένθος, χωρίς μελαγχολία. Και οι συμβουλές πέφτουν στο τραπέζι με το σεμεδάκι απανώτα και στακάτα κι αυτή η καθάρια της φωνή με αγκαλιάζει και με συγκινεί κάθε φορά. Κι αν ο ψυχισμός μου είναι ένα καζάνι που κοχλάζει τότε γίνεται ταραντέλα. Και φεύγοντας με αποχαιρετά σαν να είναι η τελευταία μας συνάντηση. Η Μαρικού, ετών 94, είναι η τωρινή μου γιαγιά. Αυτή που απέκτησα στο χωριό που με φιλοξενεί εδώ και μια πενταετία. Η Μαρικού μ΄ έμαθε πως «ο άνθρωπος πρέπει ν’ αναζητά δεσμούς με άλλους ανθρώπους όσο μακρυά κι αν βρίσκονται.» Η Μαρικού είναι ο παράδεισος πίσω από την πόρτα της βεράντας μου.
Κύπρος, Μάιος 2018