H μια κλαδεύει τις τριανταφυλλιές της και τις καμαρώνει σαν παιδιά της, ή άλλη ποτίζει τις λεμονιές και ραντίζει το πεζοδρόμιο να δροσιστεί κι αυτό λιγάκι από τον πρόωρο καύσωνα, μια περπατάει στο δρόμο με το ψωμί παραμάσχαλα, που μόλις αγόρασε από τον συνοικιακό φούρνο και σταματά στη γειτόνισσα για μια τελευταία κουβέντα της ημέρας. Έλλη, Αντρικού, Μαρούλα, Φοίβη, όλες από 65 μέχρι 80 από την Κερύνεια, τη Μόρφου, την Καρπασία, την Αμμόχωστο. Σχεδόν όλες μαυροντυμένες, με μάτια υγρά, ανατολίτικα, χέρια ζαρωμένα που μεγάλωσαν παιδιά, εγγόνια και δυσέγγονα.
-Κόρη μου έλα να σου δώκω λίον δκύοσμιν φρέσκον. Είδες ίντα λόης μυρίζει όμορφα! Τζαι λία λεμόνια τζαι μέσπιλα. Είχα τζαι στο χωρκό μου στην Τζερύνεια, αλλά ήταν καλύτερα τζει κάτω. Τζαι δαμαί εν καλά, αλλά σαν τζεινα εν είναι.
Γυναίκες στο συνοικισμό προσφύγων του νησιού, που ζουν περιμένοντας ακόμα να γυρίσουν πίσω. Εκεί που γεννήθηκαν, εκεί που έχασαν όσους έχασαν. Γυναίκες με μνήμη που δεν ξεχνάει, μνήμη ριζωμένη πολύ βαθιά απ΄ότιδήποτε.
Πόσο ακόμα θα πάσχουμε από μνήμη;