Η εικόνα τους με κάνει να κλαίω (παραφράζοντας τον συγγραφέα) σ΄ένα μείγμα φαντασίας και πραγματικότητας.
Στο χωριό Κόρνος που κρύβεται ανάμεσα σε πευκόφυτες λοφοσειρές και ευκαλύπτους, σ΄ένα χωριό που στ΄όνομά του έβλεπα κι άκουγα μόνο ένα στρατόπεδο- πόση άγνοια με γυροφέρνει- βρήκα το αρχοντικό στην πλατεία με τα μωσαικά,τα ψηλοτάβανα και τις γαλάζιες ξυλόπορτες, την κυρά της αγγειοπλαστικής με τα «πηλά στα σιέρκα» και τον μπαρπέρη της γειτονιάς.
-Να σας βγάλω μια φωτογραφία;
– Και δεν βγάζεις, λέει ο μπαρπέρης συνεχίζοντας την τέχνη του ανενόχλητος.
Τούτοι οι άνθρωποι θα είναι οι φωνές εκείνων που έχασαν τη δική τους, θα αρνούνται τον κόσμο ως έχει και θα ζητάνε ελπίδα αιώνια. Κόντρα. Όλα κόντρα στο κατεστημένο μιας κοινωνίας που τείνει να ξεχάσει τα όμορφα και τ΄απλά.
Kόρνος, Κύπρος, 2018