Μωβ

Καθόταν σ’ εκείνα να γκρεμίδια με το κεφάλι σκυφτό να κοιτάει την γη. Σταμάτησα να περπατώ κι από απόσταση την έβλεπα ακίνητη. Πλησιάζοντας άκουσα τους πνιγμένους λυγμούς, που προσπαθούσε να κρύψει στα μακριά μαύρα μαλλιά της. Τα δάκτυλά της μαδούσαν αμήχανα κάποια μωβ λουλουδάκια, που αδέσποτα άφησε στο χώμα το πρωινό αγέρι και η λυσσασμένη σκόνη. Όταν είδε την σκιά μου στο πάτωμα σήκωσε το βλέμμα και στα μελιά της μάτια μπόρεσα να διακρίνω τον πόνο μιας παράλογης μοναξιάς.
– Κυρία, ο παππούς κάνει εγχείρηση σήμερα, η γιαγιά μου πέθανε κι εγώ φοβάμαι. Φοβάμαι πως θα φύγει κι αυτός, κυρία και θα μείνω μόνη. Δεν θέλω να πεθάνει ο παππούς μου κυρία, η γιαγιά θα ήταν δίπλα του τώρα, δεν πρόλαβε, πρέπει όμως να προλάβω εγώ να πάω κοντά του κυρία.
Γονάτισα και σκούπισα τα δάκρυα που έτρεχαν κάτω από τα γυαλιά της προσπαθώντας να συγκρατήσω τα δικά μου.
-Κυρία θέλω να κρυφτώ εδώ στα πυθάρια μέχρι να γίνει καλά ο παππούς μου και γυρίσω στο σπίτι μετά και να είναι καλά. Να είμαστε καλά. Μόνο αυτόν έχω κυρία. Δεν έχω μήτε μάνα, μήτε κύρη κυρία.
«Να κρυφτούμε μαζί μέχρι να περάσει το κακό και κάθε κακό. Μέχρι να φύγει η σκόνη, και ο πόνος και η θλίψη σου, καλή μου» ήθελα να της πω, μα δεν μπορούσα ν’ αρθρώσω λέξη. Κάθισα δίπλα της, την αγκάλιασα χωρίς μιλιά και κοιτούσα στο χώμα τα μαδημένα μώβ λουλουδάκια.

Τι όμορφο αυτό το μωβ κι ας λένε πως είναι το χρώμα του θανάτου.

Κύπρος, Μάρτιος 2018

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s