Η επιστροφή

Κάθε Χριστούγεννα επέστρεφε για λίγες μέρες στο πατρικό του. Όσο ζούσαν οι γονείς του ακόμη ένιωθε ότι ήταν καθήκον του να επιστρέφει εκεί, στο πατρικό του. Όχι για πολύ, τόσο όσο άντεχε αυτός, αυτοί και οι μνήμες τους.

Στο δωμάτιό του, στην σοφίτα τον περίμεναν-όπως πάντα- το στρωμένο του κρεβάτι, ένα σοκολατάκι στο μαξιλάρι, τα φρέσκα τριαντάφυλλα και ένα χειρόγραφο σημείωμα της μητέρας του στο κομοδίνο. Το ίδιο σημείωμα κάθε φορά: «Μας λείπεις και χαιρόμαστε πολύ την κάθε επιστροφή σου, μονάκριβε μας γιε.» Έπαψε πια να τα διαβάζει. Άνοιξε το σοκολατάκι, το έφερε στο στόμα, το έγλειψε δυο-τρεις φορές και το πέταξε στο καλάθι μαζί με το χρυσό του περιτύλιγμα.

Ήταν είκοσι χρονών και κάτι, σπούδαζε στο Μιλάνο τότε, όταν  τυχαία ανακάλυψε την αρρώστια του. Μια βαριά λοίμωξη στο αναπνευστικό τον οδήγησε σε ιατρικές εξετάσεις. «Είστε HIV οροθετικός», του είχαν πει τότε οι γιατροί. Τότε, την δεκαετία του ’80 που όλα ήταν ακόμα θολά, αδιευκρίνιστα για την «καταραμένη» τούτη αρρώστια. Τότε που εκείνες οι διακοπές στη Φλωρεντία, η γνωριμία του με τον Ιταλό θα σκηνοθετούσε την μετέπειτα ζωή του. Και όλα αναποδογυρίστηκαν. Γι΄αυτόν, για τις σπουδές του, για την οικογένειά του. Πέρασαν τριάντα χρόνια κι ακόμα ζει στη Ιταλία. Μόνος του πια. Αλλά ζει. Κι όταν επιστρέφει στο πατρικό του ντύνεται στα μαύρα. Όπως και η μητέρα κι ο πατέρας του, που δεν δέχτηκαν ποτέ ούτε την αρρώστια, ούτε τις επιλογές του γιου τους. Θυμάται τις ώρες απομόνωσής του, το φαγητό έξω από την κλειστή πόρτα του δωματίου του, τα «πλύνε τα χέρια σου», «μην αγγίζεις εδώ», τα ψέμματα στην αδελφή του και τους γείτονες. Κι όταν όλα σιγά- σιγά ησύχασαν κι εκείνος εξακολουθούσε να ζει, ζωντανός-νεκρός γύρισε πίσω στην Ιταλία.

Ξάπλωσε στο κρεβάτι κοιτώντας το παράθυρο στο ταβάνι της σοφίτας και θυμήθηκε τον ευατό του μικρό παιδάκι. Θυμήθηκε εκείνα τα Χριστούγεννα, θα ήτανε 6-7 χρονών, που ο πατέρας του τού έδειξε σ΄εκείνο το παράθυρο το στοιβαγμένο χιόνι λέγοντας του ιστορίες για τον Άγιο Βασίλη μέχρι ν΄αποκοιμηθεί. Θυμόταν το πατέρα του τρυφερό, να τον παίρνει κάθε βράδυ αγκαλιά και τον φιλάει στοργικά στο μέτωπο διαβεβαιώνοντας την αιώνια αγάπη του. Tο κτύπημα στην πόρτα του δωματίου του τον συνέφερε από τις αναμνήσεις εκείνης της σχέσης που θρηνεί εδώ και χρόνια και τα βαριά βήματα του γέρου πια πατέρα του τον επανέφεραν στην ψυχρή πραγματικότητα.

-Έλα γιέ μου να φάμε. Η μητέρα σου και οι υπόλοιποι σε περιμένουμε. Το φαγητό είναι έτοιμο, είπε αργά ο πατέρας και τον άγγιξε στον ώμο. Χαίρομαι παιδί μου που επέστρεψες κοντά μας, συνέχισε σέρνοντας τα βήματά του προς την πόρτα.

– Κι εγώ πατέρα χαίρομαι που σε βλέπω, ψιθύρισε, έκλεισε τα μάτια του και δεν ξύπνησε ποτέ πια.

Η επιστροφή του ήταν ένα γεγονός.

 

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s