Κοιτούσε τα στέφανα του γάμου. Τ΄ασημένια στέφανα του γάμου.
Μέσα στο συρτάρι του μυαλού ανέσυρε τα κουφέτα, το νυφικό, τα όνειρα, τα παιδιά.
Για δευτερόλεπτα σκεφτόταν την πρόταση του γάμου. Εκείνη που δεν έγινε ποτέ.
Στέφανα, νυφικό, βέρα, όνειρα, πόλεμος, θάνατος, ορφάνια.
Με το αριστερό χέρι άγγιξε το δάκτυλο της με τη βέρα. Ήταν ακόμα στο δεξί της χέρι.
«Σήμερα γα, σημέρα γάμος γίνεται».
…
-Γιέ μου, να την παντρευτείς. Είναι καλή κοπέλα και σ΄αγαπάει.
Δάγκωσε τα χείλη της σφικτά. Εκείνες οι κόκκινες σταγόνες κύλησαν στο μαύρο της φουστάνι.
Έκλεισε τα συρτάρια της, σκούπισε με το μαντήλι τα δάκρυα, τα ματωμένα της χείλη.
Έσταζαν ακόμα πόνο. Ασταμάτητο. Χρόνια τώρα.
Έσβησε το φως και ψυθύρισε:
-Τα στέφανα μην ξεχάσεις.