Κάθεσαι και περιμένεις άπραγος. Κάθεσαι πάνω σε πέτρες. Έγινες ο ίδιος πέτρα. Σταγονόμετρο η αγωνία του τέλους. Βαθιές, βαριές αναπνοές. Εσύ αναπνέεις ακόμη, ο άλλος όχι για πολύ. Κραυγές πόνου, θλίψης, θυμού, αποχαιρετισμού. Άηχες κραυγές που κάνουν τόσο θόρυβο μέσα σου. Και μετά απόλυτη και βαθιά σιωπή. Χλωμή σιωπή σαν το δέρμα αυτού που βρίσκεται στο παγωμένο δωμάτιο του ψυχρού νοσοκομείου. Κάθεσαι και περιμένεις το τέλος. Βλέπεις, καταλαβαίνεις, ξέρεις που να μην ήξερες. Τα μάτια σου γέμισαν σκουπιδάκια, σκόνες. Το στόμα σου έγινε ένα με την πίκρα. Στυφό. Έγινες πέτρα. Μέσα κι έξω απ΄ το σώμα το δικό σου.
Μετράς τα χαρτιά σου, μια παρτίδα αν θα νικήσει ή αν θα χάσει. Καμία πίστη σε κανένα θεό πια, μήτε στον διάβολο. Ούτε σε θαύματα πιστεύεις. Ας φύγει μόνο, ουρλιάζεις. Να μη πονάει άλλο πια. Έγινες πέτρα. Όπως ο άνθρωπός σου.