Όταν θα μεγαλώσουν τα παιδιά θ’ ανοίξω ένα μπιστρό. Μικρό μέσα, με μια αυλίτσα έξω με ψηλά δέντρα και χρωματιστά λαμπιόνια.
Θα μαγειρεύω μόνο δύο-τρεις νοστιμιές, θα σιγοτραγουδώ, θ’ ακούω τους ανθρώπους να γελάνε και να χαίρονται. Θα υποδέχομαι αυτούς που αγαπιόμαστε ακόμα κι αυτούς που ξεχάσαμε πως κάποτε ερωτευτήκαμε κι αγαπηθήκαμε ακόμα πιο πολύ. Θα υποδέχομαι παλιούς έρωτες, παντοτινούς μα και ξεχασμένους φίλους, εκείνους που ποτέ δεν βάλαμε σε λέξεις το φευγιό μας, μα μόνο αλλάξαμε ζωές. Κι εκεί στο μπιστρό θ’ ακούμε μουσικές θεσπέσιες, θα χορεύουμε και θα μεθάμε. Για μας. Χωρίς γιατί. Χωρίς εγώ.
Όταν θα μεγαλώσω θ’ ανοίξω ένα μπιστρό. Και θα μοσχοβολάει ο βασιλικός κι ο δυόσμος. Θα είναι μικρό κι εγώ μεγάλη.
Ονειρεύομαι κάθε μέρα το μπιστρό με τα χρωματιστά λαμπιόνια. Κι αυτή η αφέλεια με κρατάει ακόμα εδώ: να ονειρεύομαι πως στις αληθινές αγάπες κρύβεται ένα πελώριο πάντα.