Ήταν Κυριακή θυμάμαι πριν τριάντα χρόνια γύρω στις 12 το μεσημέρι, (το θυμάμαι σαν να ήταν χτες), πρέπει να ήταν Οκτώβριος, μήνας παρελάσεων, όταν κτύπησε το κουδούνι του σπιτιού μας. Ήταν η μητέρα της κολλητής μου φίλης τότε και ζήτησε από τη μητέρα μου να βγω έξω, γιατί ήθελε να μου πει κάτι στο αμάξι της. Η μητέρα μου επέμενε να την κεράσει καφέ, αυτή ζητούσε επίμονα να μου μιλήσει ιδιαιτέρως. Βγήκα έξω και η κυρία Μάρω μ΄ έβαλε στη γκρι Μερσεντές της για να μου ανακοινώσει έντονα να «ξεχάσω» την ελληνική σημαία που μου έλαχε σαν σημαιοφόρος στην Γ΄Γυμνασίου και να τη δώσω στην κόρη της, την κολλητή μου. Συνέχισε το παραμιλητό της λέγοντάς μου να κρατήσω την κυπριακή σημαία στην παρέλαση, γιατί η κόρη της είχε ένα πρόβλημα υγείας και έπρεπε να το σεβαστώ δίνοντάς της την ελληνική σημαία, που έδειχνε στα μάτια της «καλής» κοινωνίας της Κύπρου την αριστεία του παιδιού σε επίδοση και ήθος.
Το μόνο που θυμάμαι είναι το γιατί που δεν της άρθρωσα ποτέ, την μητέρα μου να την ρωτά γεμάτη απορία τι συμβαίνει και να μην παίρνει απάντηση ποτέ κι εμένα να χάνω για πάντα την παιδική μου φίλη για τις σημαίες. Από τότε θυμάμαι σιχάθηκα όλες τις σημαίες και τη βαθμοθηρία, με την οποία μας πότιζαν από μικρά παιδιά στο σχολείο, αποφάσισα να παρατήσω τις σημαίες και το σημαιοφοριλίκι κι άρχισα να παίζω τρομπέτα στη Φιλαρμονική του σχολείου μου στις παρελάσεις.
Εχουν περάσει τόσα χρόνια και εξακολουθούμε να διδάσκουμε μέσα στις τάξεις τον ανταγωνισμό σ΄ όλες του τις εκφάνσεις για να καμαρώνουμε τα παπαγαλάκια μας, που κρατάνε περήφανα σημαίες και λάβαρα. Και ξεχάσαμε να μιλάμε ξεκάθαρα για τον σεβασμό, την αλληλεγγύη, την ανθρωπιά, τη διαφορετικότητα. Και όλα αυτά τα κάνουμε σ΄έναν τόπο, τον οποίο χάσαμε για τις σημαίες και συνεχίζουμε να σκοτωνόμαστε χρόνια τώρα.