Από μικρή έκανε διάφορες συλλογές: γραμματοσήμων, παλιών νομισμάτων, μαυρόασπρων φωτογραφιών, κοχυλιών. Μεγαλύτερη μάζευε κουτιά βιντάζ, παλιές καρτποστάλ, ασημένια μαχαιροπήρουνα, παλιά σκληρόδετα βιβλία, δίσκους βινυλίου, πνευστά όργανα. Ζούσε μόνη με τις συλλογές της: τις γυάλιζε, τις στόλιζε, τις φρόντιζε σαν παιδιά της. Κανένας σύντροφός της δεν μπορούσε να συναγωνιστεί τα «παιδιά» της. Δεν χωρούσαν όλοι στο ίδιο σπίτι, στον ίδιο χώρο, στο ίδιο κρεβάτι.
Περνούσα τις προάλλες έξω από το σπίτι της αργά το βράδυ. Κοντοστάθηκα όταν είδα τα μάτια της ορθάνοιχτα να με κοιτάνε εκεί στη βεράντα, που ήταν ξαπλωμένη σ΄έναν φθαρμένο καναπέ.
-Μη κάνεις θόρυβο. Τα παιδιά κοιμούνται μέσα κι εγώ ήρθα στο δικό μου κρεβάτι, μου είπε δείχνοντας με το δάχτυλο το εσωτερικό του σπιτιού της.
Από καθαρή περιέργεια προσπάθησα να δω τα «παιδιά» της. Ήταν όλα εκεί στολισμένα, γυαλισμένα, απλωμένα παντού. Οι συλλογές της πήγαν για ύπνο.
Μετά από λίγες μέρες έμαθα ότι την βρήκαν οι χωριανοί νεκρή στον κάναπε της βεράντας. Και οι συλλογές τώρα τι θ΄απογίνουν, αναρωτήθηκα.