Πρόσωπα ανέκφραστα, χωρίς ρυτίδες. Μάτια θαμπά που δεν τα διαπερνά κανένα φως. Χείλη σουφρωμένα, μόνιμα κλειστά και χλωμά.
Σώματα που δεν μιλούν, δεν ακούνε τις φωνές εντός κι εκτός τους. Οι κινήσεις των χεριών και των ποδιών τους ευθείες, αυστηρές, μηχανικές, καθημερινά προγραμματισμένες και ίδιες. Πάντοτε μέσα στα περιθώρια, ποτέ εκτός πλαισίου.
Ψυχές μέσα σε ψευδαισθήσεις με απουσία κάθε πόθου και ευδαιμονίας, ντυμένες στο γκρι, αμπαρωμένες πίσω απ’ το κελί τους.
Μνήμες σκουριασμένες ή τρύπιες που βουλιάζουν στη λήθη, που συντηρούν τις σιωπές.
Οι Χειμωνάνθρωποι είναι τα βουνά που στην κορφή τους δεν φτάνει κανένας. Ούτε ένα ελάχιστο φως, ούτε μια αίσθηση αέρα, ούτε μια κραυγή, ούτε ένα «ζέστανέ με».