Τις τελευταίες μέρες κλεινόταν στο δωμάτιό της. Οι κουρτίνες ήταν κλειστές, μα το αμυδρό φως του συννεφιασμένου Λονδίνου τις διαπερνούσε για να της φέρει ένα φως, που η ίδια είχε χάσει και ξεχάσει. Το κρεβάτι της ήταν πια το καταφύγιό της. Κρυβόταν κάτω από τα άσπρα σεντόνια, που μύριζαν λεβάντα, έκλεινε τα μάτια της και κολυμπούσε στο δικό της λιβάδι από λουλούδια, σε μυρωδιές άνοιξης, σε θάλασσες ενός ζεστού καλοκαιριού των παιδικών της χρόνων στο νησί του πατέρα της κι έβγαζε κραυγές. Κραυγές χαράς, πόνου, θλίψης, αποχαιρετισμού. Και μετά απόλυτη και βαθιά σιωπή. Χλωμή σιωπή σαν το δέρμα της. Ξάφνου ο φόβος του θανάτου πάντα εκεί γινόταν ένα στοίχημα, μια παρτίδα αν θα νικήσει ή αν θα χάσει. Δεν πίστευε σε κανένα θεό πια, μήτε στον διάβολο. Ούτε σε θαύματα πίστευε. Χωνόταν κάτω από τα άσπρα της σεντόνια και χανόταν στον δικό της φθαρτό κόσμο, προσμένοντας τις στιγμές σ΄έναν κόσμο που δεν θα πονούσε πια.