Πεθυμώ τις σκέψεις, τις χειρονομίες σου, το γέλιο σου. Πεθυμώ τα χαρτάκια που άφηνες σ΄όλες τις ντουλάπες και τους καθρέφτες του σπιτιού. Πεθυμώ το φαγητό που μου μαγείρευες τα βράδια που γυρνούσα αργά από τη δουλειά. Πεθυμώ τις μουσικές που με ξυπνούσες και τις ιστορίες που μου διάβαζες στον καναπέ για ν΄αποκοιμηθώ. Πεθυμώ τα ηλιοκαμμένα φιλιά και τα παγωμένα σου δάχτυλα στις τσέπες του παλτού μου. Πεθυμώ τις δικές μας λέξεις που ρούφηξε η χρονομηχανή και τα χάδια που πλύθηκαν με τ΄ασπρα μας σεντόνια. Πεθυμώ όλα τα μικρά και τα μεγάλα μας που είχαν σάρκα και οστά. Τώρα μείναμε μόνο οστά. Παρατεταμένη σιωπή, σιγή, ησυχία. Ασώματοι, φθαρτοί, καθημερινοί, γραφικοί. Δύο άνθρωποι, που τεντώνουν το σχοινί πάνω στο οποίο ακροβατούν. Τα οστά είναι εκεί. Λείπει μόνο η σάρκα.