Παιδική χαρά

Παιδική χαρά για τα παιδιά, νεκροταφείο λάστιχων για τους μεγάλους. Σ΄ένα χωράφι δίπλα στον αυτοκινητόδρομο βρίσκονταν αφημένα στο λιοπύρι και τη βροχή δεκάδες λάστιχα αυτοκινήτων κάθε μεγέθους. Εκεί έπαιζαν με τις ώρες παιδιά ενός άλλου θεού, που ζούσαν σε γειτονικά χωράφια μέσα σε παλιά αγροτικά αυτοκίνητα, σε σκηνές κι αυτοσχέδιες παράγκες από σίδερα. Κάπου εκεί κοντά έμεινα από λάστιχο, όταν τρέχοντας σαν τρελή να προλάβω το ραντεβού μου δεν είδα τη λακκούβα στο δρόμο και μπουμ έσκασε το ήδη ταλαιπωρημένο από τα χιλιόμετρα λάστιχο του αμαξιού μου. Έβριζα μέσα κι έξω μου, γιατί θα έχανα το ραντεβού κι άρχισα να περπατώ στο πουθενά, μέχρι που είδα το νεκροταφείο λάστιχων.

-Ίσως υπάρχει κάποιος εκεί να με βοηθήσει, είπα χαμηλόφωνα.

Όταν πλησίασα δεν υπήρχε κανείς εκεί. Νεκρική σιωπή. Κάθισα σε μια τεράστια ρόδα κι άναψα τσιγάρο μέχρι να σκεφτώ τι θα κάνω με τη ρόδα και το χρόνο μου. Και μέσα από την μαύρη μάζα των λάστιχων πετάχτηκε ένα κοριτσάκι γύρω στα εφτά, τσιγγάνικης καταγωγής με τα πιο γλυκά καστανά μάτια της περιοχής.

-Με λένε Ειρήνη. Εσένα; με ρώτησε με περιέργεια.

-Ελένη, της απάντησα.

-Έτρεχες ε; Κι έμεινες από λάστιχο τώρα; συνέχισε με αυθάδεια, που δεν ενοχλούσε όμως.

-Ναι, έτρεχα. Με είδες ή το μάντεψες;

-Κρύβομαι μέσα στις ρόδες κάθε μέρα και κοιτάω τα αυτοκίνητα που περνάνε και βλέπω πόσο τρέχουν. Μέσα στις ρόδες έχει πλάκα, εδώ κανείς δεν με ενοχλεί και πολλές φορές ξεχνάνε να με ψάξουν οι άλλοι.

-Οι γονείς σου, εννοείς;

– Όλοι αυτοί που ζούμε μαζί. Βαρέθηκα να τρέχουμε από δω κι εκεί. Θέλω να ζήσω εδώ για πάντα. Να παίζω με τ΄ άλλα παιδιά, στα χωράφια, να κάνουμε πύργους απ΄τις ρόδες, να μπαίνουμε μέσα, να χοροπηδάμε. Να γνωρίσουμε κι άλλα παιδιά. Αλλά εμείς πάντα τρέχουμε κι αλλάζουμε χωράφια. Και εσύ έτρεχες. Σε είδα.

Δεν ήξερα τι να πω σ΄ αυτά τα δύο γλυκά μάτια που με κοιτούσαν με απορία και αφέλεια παιδική. Γιατί τρέχεις; Να προλάβεις τη ζωή σου; Η ζωή τρέχει από μόνη της με τις λοξοδρομήσεις και τις σκασμένες ρόδες της. Τρέχει και δεν σε ρωτάει.

 Έβγαλα τα τακούνια και χώθηκα μέσα στην τεράστια ρόδα, που κρυβόταν η μικρή Ειρήνη.  Τότε έσκασε ένα χαμόγελο λέγοντάς μου:

-Καλωσόρισες στη παιδική μας χαρά!

16231041_10154723194855590_111025560_o

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s