Κουμπάκια, κουτάκια, κυβάκια. Κουτάκια, κυβάκια, κουμπάκια. Κυβάκια, κουμπάκια, κουτάκια. Τα επαναλαμβάνεις συχνά για να χωνέψεις την ύπαρξή τους, αφού δυσκολεύεσαι να δεχτείς τη δικιά σου ύπαρξη ως έχει. Τ΄ανοίγεις, τα κλείνεις, τα πατάς, τα πετάς, τα ξανανοίγεις. Χαρτιά, γράμματα, λέξεις που ειπώθηκαν, που δεν ειπώθηκαν, φωτογραφίες, μυρωδιές, μουσικές, στιγμιότυπα, ενθύμια δεκαετιών, έρωτες, απογοητεύσεις, απορρίψεις, ματαιώσεις, αποτυχίες, μελαγχολίες, φόβοι, προσμονές, χαρές, σχέδια, όνειρα, δεινόσαυροι που έγιναν μυρμήγκια και τούμπαλιν για να χωρέσουν στα κουτάκια ή στα κυβάκια σου.
Όλα αυτά τα Κάπα, τα τακτοποιείς και everything is under control. Τα φωτίζεις, τ΄αερίζεις, τα βλέπεις να περνάνε σαν βαγόνια δίπλα σου. Και περιμένεις ακριβώς τα λεπτά, τα δευτερόλεπτα για να μπεις μέσα στα κουτάκια ή τα κυβάκια σου έχοντας τη ψευδαίσθηση, ότι προχωράς μέσα σε τούτο το καλά οργανωμένο σου πλαίσιο. Μέχρι να γίνουν όλα ρημαδιό. Ξαφνικά, out of nowhere. Και συνειδητοποιείς τότε, ότι δεν μπορείς να πατάς κουμπάκια. Κλικ, κλικ, κλικ. Κούφια.
Η ζωή δεν σε ρωτάει πότε και πως. Συνεχίζει χωρίς όλα αυτά τα Κάπα. Και τότε αντιλαμβάνεσαι πόσο τυχερός είσαι όταν σου συμβαίνει αυτό.
Photo by Uli Kuehn