Με την Λία γνωριστήκαμε στο Ωδείο, στο μάθημα της Μονωδίας. Η φωνή της ένα βελούδο ατελείωτο, με ένα κατακόκκινο μαλλί Ραπουνζέλ και με μάτια περσικής γάτας. Από τότε γίναμε κολλητές, αδελφές από επιλογή και δεν ξεκολλήσαμε παρά μόνο γεωγραφικά. Αυτή τραγουδούσε στα μεγάλα μουσικά θέατρα της Ευρώπης κι εγώ την καμάρωνα άλλοτε από κοντά, άλλοτε από τις θερμές κριτικές που διάβαζα, άλλοτε στις μεταμεσονύχτιες μας τηλεφωνικές μακρόσυρτες συζητήσεις. Θυμάμαι ακόμα τη δασκάλα μας στο Ωδείο να της λέει σε στιγμές συγκίνησης:
– Τούτο το βελούδο το ξετυλίγεις, το χαιδεύεις με τις ρώγες των δακτύλων σου, το αγκαλιάζεις για να σε ζεστάνει και απομακρύνεσαι από κοντά του, έχοντας την γλύκα της αφής του στα ακροδάχτυλά σου. Έτσι είναι η φωνή σου κορίτσι μου.
Και κάποια στιγμή η Λία ερωτεύτηκε τον άντρα των ονείρων της κι έγινε μαμά ενός βρέφους. Νεκρού βρέφους και τότε αρρώστησε. Η επιλόχειος κατάθλιψη και ο άναρθρος πόνος της την βρήκε ένα χρόνο βυθισμένη στη σιωπή και ξαπλωμένη στο κρεβάτι να χαζεύει το ταβάνι και να στρώνει πάνω του την φανταστική ζωή της. Την πριν ή την μετά ζωή της. Ποιος ξέρει;
-Θέλω τη ζωή μου πίσω! μου ψιθύρισε όταν προσγειώθηκα δίπλα στο κρεβάτι της, μετά από την πρόσκληση παράκληση του γλυκύτατου συντρόφου της να βρεθώ κοντά της, στην αδελφική μου φίλη. Είχα πάρει μαζί μου και δύο ρόδια από τις ροδιές του εξοχικού μου, κατακόκκινα σαν τα μαλλιά της. Λάτρευε το φρούτο και τους σπόρους του, τα «δώρα» μου απ΄τον νότο όπως μου έλεγε παλιά.
-Τα κύτταρα δεν έχουν έλεος, έχουν μνήμη! Άνοιξέ μου το κεφάλι και κομμάτιασε την γαμημένη μου μνήμη, όπως κομματιάζω το ρόδι, μου ψέλλισε με δάκρυα στα μάτια ρίχνοντας στο πάτωμα το ρόδι, που θρυμματίστηκε και μάτωσε κι αυτό. Έβλεπα όλο τον πόνο της στους διασκορπισμένους σπόρους, που δεν μιλούσαν πια και άπλωσα το χέρι μου για να σκουπίσω τη λύπη της. Τη λύπη της απώλειας ενός παιδιού που δεν πρόλαβε η μάνα του να το θηλάσει, να το νανουρίσει, να το κανακέψει. Μια λύπη που δεν εξαντλείται με πέντε κουβέντες ή πέντε αράδες, αλλά φουσκώνει με πολλούς κόμπους στον λαιμό.
Έφυγα με δυσκολία μέσα κι έξω και με τη στυφή γεύση της πίκρας. Η Λία δεν έγινε ποτέ μαμά και σταμάτησε να τραγουδά. Μιλάμε πια σπάνια στο τηλέφωνο, όταν με παίρνει αυτή από το δωμάτιο του ιδρύματος, που βρίσκεται τους τελευταίους μήνες.
-Τα ρόδια σου ωρίμασαν; Θα μου φέρεις δύο μεγάλα κατακόκκινα. Ξέρεις εσύ. Αυτά της καλοτυχίας, μου ψιθυρίζει στο ακουστικό και μετά σιωπή.