Μακάρια

Περνάω σχεδόν κάθε μέρα με το αμάξι έξω από το καφενείο του. Το πρωί καφενείο, το βράδυ ταβέρνα. Όχι μια τυχαία ταβέρνα, αλλά αυτή με τους καλύτερους κρεατομεζέδες της περιοχής. Θα΄ναι δεν θά΄ναι γύρω στα πενήντα πέντε, με φουσκάλες κάτω απ΄ τα μάτια, κόκκινος σαν πιπέρι από την πίεση και το αλκοόλ, που κυλάει δεκαοκτώ ώρες το εικοτετράωρο στις φλέβες του και τα δάκτυλά του φωσφωρίζουν σχεδόν από την κιτρινίλα τους, αφού το τσιγάρο έγινε η προέκταση των χοντροκομμένων του δακτύλων.

Σήμερα είχε τέτοια κίνηση ο δρόμος, ώστε κόλλησα αρκέτα έξω από το καφενείο και προχωρούσαμε με ρυθμούς χελώνας. Και τον βλέπω εκεί, με το αναμμένο τσιγάρο στο ένα χέρι  και στο άλλο κρατούσε ένα ποτήρι, που σίγουρα δεν ήτανε φρεσκοστυμμένος χυμός πορτοκαλιού. Ήταν εννέα, πρωί Παρασκευής. Κοιτούσε μακάρια τον ουρανό, που λουζόταν από έναν ανατολίτικο ήλιο και ανέπνεε μ΄ένα μειδίαμα στο πρόσωπό του. Άνοιξα το παράθυρο να τον καλημερίσω.

-Καλημέρα! Τι κάνεις; τον ρωτάω

-Είμαι Μακάριος, ο ήλιος με κοιτάει πονηρά και εγώ του κλείνω το μάτι. Ζούμε και σήμερα, κορίτσι μου, απάντησε.

Μου κορνάρει το πίσω αμάξι, χαιρετάω τον Μακάριο και συνεχίζω για τη δουλειά. Νιώθω κι εγώ μακάρια για πόσα δευτερόλεπτα δεν ξέρω. Ζούμε και σήμερα.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s