Μια καλημέρα θα σου πω

Όταν ξυπνάω βαριά, βαριανασαίνει και το αμάξι μου προς το σχολείο του ορεινού χωριού. Κουβαλάω όλο το ζόρι μιας δύσκολης εποχής με το θανατικό να γίνεται καθημερινό πια, με τη φρίκη δίπλα και παραπέρα να μας προσπερνά και να εξακολουθεί να σπέρνει την προσφυγιά, την πείνα, την αρρώστια και όλα τούτα να θερίζουν τους ευαίσθητους αυτού του κόσμου.

Κατεβαίνω στην πλατεία του χωριού να μυρίσω το φούλι και το βασιλικό, να θαυμάσω τις χρωματιστές πόρτες των σπιτιών και να καλημερίσω τον «φύλακα» του χωριού: ένας παππούλης μελένιος, ποτέ κατηφής κάθεται στην αρχή της πλατείας με την μαγκούρα του αγκαλιά και μοιράζει το καλημέρα και το χαμόγελο στο κάθε ξένο και ντόπιο επισκέπτη. Χωρίς κανένα βάρος,κανέναν κόπο, κανέναν δισταγμό.

Με την γλύκα των ματιών και της ψυχής του παππούλη ανηφορίζω στο σχολείο, αφήνοντας το βάρος και την ασχήμια που μετέφερα πίσω σε κάποια κλειστή πόρτα, σε κάποια ανήλιαγη γωνιά και προχωρώ.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s