Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένα αγοράκι που γεννήθηκε στην Κύπρο. Γεννήθηκε μεγάλο σε βάρος και σε ύψος. Του άρεσε πολύ το γάλα, πρώτα αυτό της μαμάς του και μετά το άλλο, αυτό του ψυγείου. Μέχρι που μεγάλωσε, βγήκαν τα πρώτα δοντάκια και άρχισε να μασουλάει. Τα δοκίμαζε όλα και του άρεσαν όλα. Και κάποτε έφτασε η στιγμή που έφαγε για πρώτη φορά σουβλάκι και πατάτες τηγανιτές, θα ήταν περίπου δυό χρονών. Τότε ένας καινούργιος γαστριμαργικός κόσμος άρχισε να ξετυλίγεται στη ζωή του μικρού καλοφαγά.
Σε όποιο μέρος της γης κι αν βρισκόταν η επιθυμία του ήταν μόνο μία: σουβλάκι ή σούβλα, αλλά πάντα με ρίγανη και λεμόνι. Αγαπούσε τόσο πολύ αυτό το φαγητό ώστε πολλές φορές το έβλεπε στον ύπνο του και στο ξύπνιο του επιθυμούσε διακαώς να το τρώει καθημερινά, άσχετο αν οι γονείς του δεν του ικανοποιούσαν τις κρεατοφαγικές του επιθυμίες. Οι μήνες και τα χρόνια περνούσαν και ο μικρός γινόταν όλο και πιο θυμώδης, επιθετικός, απότομος και ξεχνούσε να χαμογελά. Και το πιο περίεργο ήταν οι φωνές που άκουγε να βγαίνουν από την κοιλιά του.
Ένα βράδυ, όταν πια ο μικρός έγινε έξι χρονών αποφάσισε να μην κοιμηθεί και κάθισε στο κρεβάτι του στα σκοτεινά, έβγαλε την πυτζάμα και έσκυψε στη κοιλιά του ψιθυρίζοντάς της:
– Ποιος φωνάζει εκεί μέσα; Ποιος είσαι εσύ που με πονάς;
Αμέσως μια βραχνή φωνή του απάντησε:
– Με λένε Σουβλιά και είμαι ένα δέντρο και τα κλαδιά μου είναι μυτερά σαν σμίλες, είναι οι σουβλιές. Φύτρωσα στην κοιλιά σου, γιατί τρως πολλές σούβλες και σουβλάκια.
Ο μικρός ξαφνιάστηκε τόσο που χάιδεψε την κοιλίτσα του και την ρώτησε αμέσως με ανησυχία:
– Κοιλιά μου πως νιώθεις; Η Σουβλιά σ΄ενοχλεί και σένα;
Και τότε μια αδύναμη φωνούλα του απάντησε:
-Δεν αισθάνομαι καθόλου καλά. Η Σουβλιά με τις σουβλιές της με τσιμπάνε κάθε μέρα. Δεν μ΄ αρέσει πια εδώ, γιατί είναι ένας βούρκος και το έδαφος σάπιο. Νιώθω εξασθενημένη και οι άλλοι φίλοι μου εδώ δεν θέλουν να παίζουν πια μαζί μου. Ο φίλος μου το Έντερο όλο φουσκώνει και μυρίζει άσχημα. Το Συκώτι και η Χολή είναι βαριά και άκεφα και οι δίδυμοι φίλοι μου τα Νεφρά βαριούνται να μου μιλήσουν. Σε παρακαλώ άσε την Σουβλιά να ξεραθεί, να μαραθεί, να φύγει. Θέλω να ξαναπαίξω και να χαμογελάω.
Το αγοράκι δάκρυσε, χάιδεψε ξανά την κοιλίτσα του και φόρεσε την πυτζάμα του. Έγειρε στο μαξιλάρι του και είπε σιωπηλά:
-Σου υπόσχομαι κοιλιά μου δεν θα τρώω πια πολλά σουβλάκια μόνο αραιά, που και που γιατί δεν θέλω να χάσεις τους φίλους σου και τη χαρά σου.
Την επόμενη μέρα, όταν ξύπνησε ο μικρός πήγε στην μαμά του και της είπε:
-Μάμα, δεν θέλω να ξαναφάω σουβλάκια για πολύ καιρό και θα σου πω μετά μια ιστορία για ένα δέντρο, είπε ο μικρός φεύγοντας μ΄ένα τεράστιο χαμόγελο.
Η μαμά του ξαφνιασμένη τον αγκάλιασε και τον φίλησε στο μέτωπο και έζησαν όλοι καλύτερα και με λιγότερα σουβλάκια.