Κάποιες Κυριακές, νωρίς το πρωί χαζεύω τις πόρτες των σπιτιών. Κι είναι κλειστές συνήθως. Κοντοστέκομαι στο κατώφλι, εικάζω τι κρύβεται πίσω, βαθιά μέσα σ΄ εκείνες τις πόρτες, παραμυθιάζομαι με ανθρώπινες ιστορίες χαράς και μη χαράς. Περαστική βαδίζω στην επόμενη πόρτα κι αναρωτιέμαι γι΄ αυτά που έρχονται τις βδομάδες που ακολουθούν. Οι πόρτες μοιάζουν απαράλλακτες, ίδιες κάθε μέρα, κάθε Κυριακή. Και πάλι εικάζω για το αύριο.
«Αυτά που έρχονται, κανείς εύκολα τα εικάζει». (Κ. Καβάφης)
Κύπρος, 2016