Ήταν Μάρτιος, όταν μπήκα στο σχολείο και βρήκα στο τραπέζι του καθηγητικού συλλόγου καμιά σαρανταριά πράσινα ξινούθκια αθασούθκια*, μυρωδιά και γεύση της παιδικής μου ηλικίας. «Δώρο» ενός συναδέλφου από τον κήπο του να μας καλοκαρδίσει, να πάει καλά η μέρα, να ξορκίσουμε κάθε πίκρα. Στο διάλειμμα με πέτυχε να τα τρώω ο μαθητής μου ο Γιάννης.
-Όξινα κυρία τούτα, σαν την μάνα μου, μου λέει.
– Γιατί Γιάννη μιλάς έτσι για την μάμα σου; ρώτησα με παιδική αφέλεια.
– Γιατί δεν μ’ αγάπησε ποτέ, δεν με δέχτηκε ποτέ. Δεν χαίρεται να με βλέπει να χορεύω, να λικνίζομαι, κάτι που έμαθα από κείνην βλέποντας την να χορεύει από παιδί τόσα χρόνια τώρα. Εσύ νομίζω νοιάζεσαι παραπάνω για μένα απ’ αυτήν και ας είσαι όξινη και αυστηρή μαζί μου μερικές φορές.
Ο Γιάννης, ένα δεκαεφτάχρονο αγόρι είναι ομοφυλόφιλος μέσα κι έξω φανερά, φυλακισμένος σ’ ένα χωριουδάκι ενός μεγαλύτερου χωριού στη Μεσόγειο. Εκείνη τη δεδομένη στιγμή με κεραυνοβόλησε η στυφή γεύση όχι του αμυγδάλου, η άλλη της απόρριψης, της μη αποδοχής του διαφορετικού.
Τούτη την πίκρα, την κρατάω στα χέρια μου κάθε χρόνο και κάθε αμύγδαλο μου θυμίζει τον Γιάννη, τον Νικόλα, τον Αλέξανδρο, τον Αντρέα, παιδιά που έχω συναναστραφεί όλα αυτά τα χρόνια μέσα στην τάξη, αγόρια που γεννήθηκαν σε λάθος σώματα και παλεύουν να ζήσουν φυσιολογικά σε μία κοινωνία άκρως συντηρητική και αρκετά ομοφοβική.
Σήμερα είναι το Cyprus Pride και ο Γιάννης θα είναι παρών, για να λικνίσει ρυθμικά το σώμα του μ’ άλλα σώματα χαρούμενα, που ξεγύμνωσαν την πίκρα τους και φόρεσαν τα καλά τους και σήμερα και κάθε μέρα πια.
*τα πικρούτσικα αμύγδαλα
Πάφος, 2016