Κάθε Σάββατο πρωί περνάει έξω από το σπίτι μας ένας παππούς και φωνάζει: «’Εσσει μέλιν, άλλος για το μέλιν». Τον ακούω χρόνια, δεν τον είδα ποτέ. Σήμερα το πρωί βγήκα εξαιτίας της αναβροχιάς να ποτίσω τον κήπο κι ακούω τον παππού να κατεβαίνει με το καροτσάκι του και να μιλάει για το μέλι του τρυφερά σαν να κρατούσε το εγγόνι στην αγγαλιά του. Τον κοιτάω και βλέπω ένα γλυκό ρυτιδιασμένο πρόσωπο και δύο μάτια θαλασσιά ενός ογδοντάχρονου ανθρώπου, που με βελούδινη φωνή αγνοώντας τα χρόνια του γυρνάει στους ηλιοκαμένους δρόμους να πουλήσει το μέλι του. Σταματάει μπροστά στην είσοδό μου και λέει: «Καλημέρα κόρη μου, να΄σσεις πάντα τον ήλιον στην θωρκάν σου τζαι το μέλιν στα σσείλη σου».
Αφού τον καλημέρισα σκέφτηκα, πως ενώ εμεις τρωγόμαστε ανάμεσά μας και τσιμπάμε σαν σφήκες τους γύρω μας υπάρχουν ακόμα ποιητές σε τούτο τον κόσμο που έχουν μόνο μέλι στην γλώσσα τους και κάνουν τις μέρες, τις στιγμές πιο φωτεινές.