Αύγουστος, μέρες καύσωνα, θερμοκρασία σχεδόν 40 βαθμοί. Πότιζα πίσω στην αυλή αργά το απόγευμα και το ίδιο έκανε η γιαγιούλα στο διπλανό μου σπίτι. Και ξαφνικά ακούω τις φωνές της:
-Ποιος με βρέχει με νερό;
Και βλέπω τον παππούλη άντρα της, κρυμμένο πίσω από ένα δέντρο, με το λάστιχο στραμμένο κατά πάνω της να λέει:
-Είπα να σε δροσίσω λίγο μάθκια μου! Το ζευγάρι αριθμεί σχεδόν διπλάσια ηλικία από τη θερμοκρασία εκείνης της καυτής μέρας. Δροσίστηκα κι εγώ.
Μάρτιος, βράδυ Σαββάτου. Περιμένω να ξεκινήσει η θεατρική παράσταση και ψιλοβαριέμαι. Μπροστά μου, ένα ζευγάρι άνω των 60. Αυτή, ξανθιά, καλοδιατηρημένη, αρυτίδωτη, ομορφιά αφτιασίδωτη. Αυτός με ψαρά μαλλιά, σοβαρός, με κολώνια άλλης εποχής να διαβάζει το πρόγραμμα. Τη βλέπω να περνάει τα δάκτυλά της στα μαλλιά του, να του σιγοψιθυρίζει και αυτός να χαμογελά, αφτιασίδωτα. Τους χαζεύω, έρωτας ατελεύτητος. Κοιτιούνται και βλέπω στα μάτια τους το φως ενός κόσμου που θες να υπάρχεις.
Φεβρουάριος, μέρα βροχερή. Μπήκα στον φούρνο της γειτονιάς στις 6.30 το πρωί. Χρειαζόμουν άμεσα ένα ζεστό κουλούρι κι έναν δυνατό καφέ, πριν το δρόμο για τη δουλειά, για να ξυπνήσω. Στο ταμείο μια κυρία γύρω στα 65 γνωστή στην υπάλληλο, αφού την προσφώνησε με το μικρό της όνομα.
-Καλημέρα κυρία Φοίβη. Πώς είστε; Ο κύριος Ζήνωνας;
– Καλημέρα Ελένη μου.Τα ίδια με τον Ζήνωνα, τα ίδια και εδώ. Ένα ψωμί και μια ταχινόπιττα, όπως κάθε μέρα, απάντησε ψάχνοντας ψιλά στο πορτοφόλι της για να πληρώσει. Αφού τελείωσε, γύρισε προς εμένα που περίμενα στην ουρά και μου λέει:
– Κόρη μου, κάθε πρωί του αγοράζω ταχινόπιττα, του φτιάχνω τον καφέ του και τον περιμένω να ξυπνήσει. Είμαστε 40 χρόνια παντρεμένοι. Κάθε πρωί ξυπνάω πριν τον Ζηνωνή μου και τον περιμένω να ξυπνήσει. Καλή σου μέρα κόρη μου τζαι αν είσαι παντρεμένη να ξυπνάς πριν τον άντρα σου τζαι να του ετοιμάζεις πρωινό σαν να είσαστε ερωτευμένοι.
Μου χαμογέλασε κι έφυγε. Ήρθε η σειρά μου και η ταμίας μου λεει:
-Ο κύριος Ζήνωνας είναι σε κώμα χρόνια τώρα, μετά από ένα βαρύ εγκεφαλικό και η κυρία Φοίβη του αγοράζει καθημερινά μια ταχινόπιττα, κάτι που αγαπούσε πολύ. Πάει στο σπίτι, κάθεται και περιμένει να ξυπνήσει, λέγοντάς μου με σιγουριά: 《Ελένη μου, σήμερα θα ξυπνήσει.》
Πλήρωσα βουρκωμένη, έφαγα ένα χαστούκι μαζί με το κουλούρι μου και μπήκα στο αμαξι φωνάζοντας δυνατά:
-Κύριε Ζήνωνα, ξύπνα, ξύπνα σε παρακαλώ!!!