Πριν μερικές βδομάδες «έφυγε» η Αντρικού, συγχωριανή της γιαγιάς μου και πρόσφυγας από το ΄74 στη Λεμεσό. Ζούσε μόνη τα τελευταία χρόνια σ΄ ένα μικρό σπίτι στο λιβάδι στο τέρμα του δρόμου μας. Και λάτρευε τις λεμονιές της. Όταν πάγωναν αυτές από το κρύο, πάγωνε και η ίδια. Όταν έβγαινε ο ήλιος, έβγαινε και η γιαγιά, να δει τα παιδιά της, τις λεμονιές της. Τους μιλούσε όταν τις πότιζε, τους σιγοτραγουδούσε, τις ταχτάριζε σαν μωρά. Δεν ήθελε να πάνε χαμένα κι άδικα τα ποτίσματα και οι φροντίδες της. Να μην χαθούν οι καρποί της σαν αυτούς που άφησε πίσω στο χαμένο της χωριό. Λίγες μέρες πριν φύγει την πέτυχα έξω στο λιβάδι της και τη ρώτησα για το ύψος της δικής μου λεμονιάς που με δυσκόλευε στη συγκομιδή των καρπών. «Πώς να φέρεις το δεντρόν κόρη μου στην γην, που θέλει να θωρεί τον ουρανόν; Έτσι εν τζαι οι δικές μου.» Μετά από λίγες μέρες έμαθα ότι σταμάτησε η καρδιά της Αντρικούς και οι λεμονιές του λιβαδιού της λύγισαν τα ψηλά κλαδιά τους, την αγκάλιασαν και την θρήνησαν από τις ρίζες τους ως τον ουρανό, για να τις θωρεί και να τις καμαρώνει από ψηλά.