Θυμάμαι κάθε Μεγάλο Σάββατο σαν παιδί έξω από την εκκλησία μετά το «Χριστός Ανέστη» ντυμένοι όλοι σαν καλεσμένοι σε γαμοβάφτιση να φιλιούνται και να καίνε τα μαλλιά τους από τις φλόγες της λαμπάδας (στο θέαμα αυτό να χαμογελάω πάντα πονηρά), τα μικρά μωρά να ουρλιάζουν στα βεγγαλικά, οι μεγάλοι κύριοι να βιάζονται να γυρίσουν στο σπίτι γιατί βαρέθηκαν και οι κυρίες με φουσκωμένο μαλλί κομμωτηρίου φυσικά να κρυφοκοιτάνε ενοχικά τι συνολάκι φοράει η γειτόνισσα.
Στη συνέχεια θυμάμαι άντε να τελειώνει η Ανάσταση να πάμε να φάμε τη μεταμεσονύχτια σουπίτσα και την επόμενη το χλαπάκιασμα του αιώνα: σούβλες, κοντοσούβλια, γουρουνιές, πέτσα και κόντρα πέτσα. Σαν πυρηνική οικογένεια ν΄αγκαλιαζόμαστε μέσα στη γλύκα των ημερών, να νιώθουμε αυτό το δέσιμο που μας μάθανε σαν προσευχή «lean on me οι πλάτες μου αντέχουν» και την επόμενη μέρα να γυρνάει ο καθένας στην κοσμάρα του με ό, τι και αν αυτό συνεπάγεται.
Ο Θεάνθρωπος ανασταίνεται και οι ζωντανοί κάνουν διαγωνισμό καλύτερης λαμπάδας, ανθεκτικότερου αυγού και κυρίως στομαχιού σ΄ένα κόσμο που δεν κλωτσάει τ΄αρχίδια του θανάτου και δεν ανασταίνεται με τίποτα.
Άντε και του χρόνου.